πολύμουσος: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7. | |elnltext=πολύμουσος -ον [[[πολύς]], [[μοῦσα]]] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d'un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7.
Russian (Dvoretsky)
πολύμουσος: сведущий во многих искусствах (φιλόμουσος καὶ π. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].
Greek Monotonic
πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.