Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰακοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰᾱκο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]] = [[οἰακονόμος]], Aesch., Eur.]
|mdlsjtxt=οἰᾱκο-[[στρόφος]], ὁ, [[στρέφω]] = [[οἰακονόμος]], Aesch., Eur.]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπό τό [[οἴαξ]] (=πηδάλι) + [[στρέφω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό [[οἴαξ]]: [[οἰακίζω]] (=[[κυβερνῶ]]), [[οἰάκισις]], [[οἰάκισμα]], [[οἰακιστής]], [[οἰάκιον]] (ὑποκορ.), [[οἰακονόμος]] (=[[κυβερνήτης]]), οἰακοστροφῶ (=[[διευθύνω]]).
}}
}}

Revision as of 15:10, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκοστρόφος Medium diacritics: οἰακοστρόφος Low diacritics: οιακοστρόφος Capitals: ΟΙΑΚΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: oiakostróphos Transliteration B: oiakostrophos Transliteration C: oiakostrofos Beta Code: oi)akostro/fos

English (LSJ)

ὁ, = οἰακονόμος, Pi.I.4(3).71(89), A.Th.62, E.Med.523; ἀνάγκης οἰ. A.Pr.515, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dirige (propr. qui fait tourner) le gouvernail.
Étymologie: οἴαξ, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

οἰᾱκοστρόφος: II ὁ кормчий (νηός, перен. ἀνάγκης Aesch.).
правящий кормовым веслом (κυβερνατήρ Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκοστρόφος: ὁ, = οἰακονόμος, Πινδ. Ι. 4. 121, Αἰσχύλ. Θήβ. 62, Εὐρ. Μήδ. 524· οἰακ. ἀνάγκης Αἰσχύλ. Πρ. 515, κλ.

English (Slater)

οἰακοστρόφος guiding the tiller met. διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο κυβερνατῆρος οἰακοστρόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ sc. of the trainer Orseas (I. 4.71)

Greek Monolingual

ο (Α οἰακοστρόφος)
1. αυτός που χειρίζεται τον οίακα, ο πηδαλιούχος, ο τιμονιέρης
2. μτφ. αυτός που διαχειρίζεται τα κοινά με σωστό τρόπο, άξιος κυβερνήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + -στροφός (< στρέφω)].

Greek Monotonic

οἰακοστρόφος: ὁ (στρέφω), = οἰακονόμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

οἰᾱκο-στρόφος, ὁ, στρέφω = οἰακονόμος, Aesch., Eur.]

Mantoulidis Etymological

(=τιμονιέρης). Σύνθετο ἀπό τό οἴαξ (=πηδάλι) + στρέφω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό τό οἴαξ: οἰακίζω (=κυβερνῶ), οἰάκισις, οἰάκισμα, οἰακιστής, οἰάκιον (ὑποκορ.), οἰακονόμος (=κυβερνήτης), οἰακοστροφῶ (=διευθύνω).