παλιγκάπηλος: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλιγ-[[κάπηλος]], ὁ,<br />one who buys and sells [[again]], a [[petty]] [[retailer]], [[huckster]], Ar., Dem.
|mdlsjtxt=πᾰλιγ-[[κάπηλος]], ὁ,<br />one who buys and sells [[again]], a [[petty]] [[retailer]], [[huckster]], Ar., Dem.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μεταπωλητής, [[μικρέμπορος]]). Ἀπό τό [[πάλιν]] + [[κάπηλος]]. Παράγωγο [[ρῆμα]] [[παλιγκαπηλεύω]] (=πουλάω λιανικά). Γιά περισσότερα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[καπηλεύω]] καί στή λέξη [[πάλιν]].
}}
}}