3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]]. | |lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]). | |||
}} | }} |