συρίττω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]].
|lsmtext='''σῠρίττω:''' μεταγεν. Αττ. [[τύπος]] του [[συρίζω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[παίζω]] αὐλό, σφυρίζω). Ἀπό τό [[σῦριγξ]] -ιγγος πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[συρίγγιον]] (ὑποκορ.), [[σύριγμα]], [[συριγμός]], [[σύρισμα]], [[συρικτής]], [[συρικτήρ]], [[συριστής]], [[συριστική]] (ἐνν. [[τέχνη]]).
}}
}}