ἕλμινς: Difference between revisions

No change in size ,  13 October 2022
m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕλμινς''': ινθος, η, δοτ. πληθ. ἕλμινσι˙ [[ὡσαύτως]] ὀνομ. ἕλμις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 2, ὀνομ. πληθ. ἕλμεις Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67, δοτ. ἕλμισι Ὀππ. Ἁλ. 3. 180˙ [[ὡσαύτως]] γεν. ἕλμιγγος (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἕλμιγξ), ἀμφ’ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 987, 989 ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. δὲν συμφωνοῦσι), καὶ τὸ σύνθετον ἑλμιγγοβότανον παρὰ τῷ συγγραφεῑ τοῦ Ὀρνεοσοφίου˙ ἐνῷ τὸ [[ἑλμινθοβότανον]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ. Σκώληξ: Ι. [[σκώληξ]] τῶν ἐντέρων, Λατ. lumbricus, ἢ πλατεῖα [[ἕλμινς]], Λατ. taenia, ἢ στρογγύλη, Ἱππ. 511. 19 κἑξ., πρβλ. Προγν. 40, Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4 ([[ἔνθα]] προστίθησιν τὰς ἀσκαρίδας ὡς τρίτον [[εἶδος]]). ΙΙ. παράσιτός τις [[σκώληξ]] ἐν τοῖς σπόγγοις, [[αὐτόθι]] 5. 16, 6˙ - σκώληκες ἐν χιόνι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 3, 9. (Ἡ [[ῥίζα]] μένει ἄγνωστο, ἴδε Κουρείου Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 504).
|lstext='''ἕλμινς''': ινθος, η, δοτ. πληθ. ἕλμινσι˙ [[ὡσαύτως]] ὀνομ. ἕλμις Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 2, ὀνομ. πληθ. ἕλμεις Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67, δοτ. ἕλμισι Ὀππ. Ἁλ. 3. 180˙ [[ὡσαύτως]] γεν. ἕλμιγγος (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ἕλμιγξ), ἀμφ’ παρ’ Ἱππ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 987, 989 ([[ἔνθα]] τὰ χειρόγρ. δὲν συμφωνοῦσι), καὶ τὸ σύνθετον ἑλμιγγοβότανον παρὰ τῷ συγγραφεῖ τοῦ Ὀρνεοσοφίου˙ ἐνῷ τὸ [[ἑλμινθοβότανον]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ. Σκώληξ: Ι. [[σκώληξ]] τῶν ἐντέρων, Λατ. lumbricus, ἢ πλατεῖα [[ἕλμινς]], Λατ. taenia, ἢ στρογγύλη, Ἱππ. 511. 19 κἑξ., πρβλ. Προγν. 40, Ἀφ. 1248, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 4 ([[ἔνθα]] προστίθησιν τὰς ἀσκαρίδας ὡς τρίτον [[εἶδος]]). ΙΙ. παράσιτός τις [[σκώληξ]] ἐν τοῖς σπόγγοις, [[αὐτόθι]] 5. 16, 6˙ - σκώληκες ἐν χιόνι, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 3, 9. (Ἡ [[ῥίζα]] μένει ἄγνωστο, ἴδε Κουρείου Ἑλλ. Ἐτυμ. σ. 504).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (συνήθ. στον πληθ. [[έλμινθες]], οι) (Α [[ἕλμινς]] και ἕλμις)<br />[[σκουλήκι]] που ζει παρασιτικά στον εντερικό [[σωλήνα]] ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος).
|mltxt=η (συνήθ. στον πληθ. [[έλμινθες]], οι) (Α [[ἕλμινς]] και ἕλμις)<br />[[σκουλήκι]] που ζει παρασιτικά στον εντερικό [[σωλήνα]] ανθρώπων και ζώων (κν. έρμιγγας, όρμιγγας, λεβίδα και λέβιθος).
}}
}}