ἐντελής: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑς" to "εῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῑς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῑς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.
|mltxt=-ές (AM [[ἐντελής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[τέλειος]], [[πλήρης]] («τὸν μισθὸν ἀποδώσω 'ντελῆ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον [[μέγιστο]] βαθμό, [[απόλυτος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άνθρ.) ο τέλεια ανεπτυγμένος («ἐντελεῖς τὴν ἡλικίαν», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <i>οἱ ἐντελεῖς</i><br />αυτοί που κατέχουν πλήρη αστικά δικαιώματα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm