βέβηλος: Difference between revisions

CSV import
(CSV import)
(CSV import)
Line 60: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἐκεῖνος]] στόν ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά πατήσει, κανείς, [[ἀνόσιος]]). Ἀπό τό [[βηλός]] (=κατώφλι) τοῦ [[βαίνω]] μέ ἀναδιπλασιασμό → βε+βηλος → [[βέβηλος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βεβηλόω]] (=[[μολύνω]]), [[βεβήλωσις]].
|mantxt=(=[[ἐκεῖνος]] στόν ὁποῖο ἐπιτρέπεται νά πατήσει, κανείς, [[ἀνόσιος]]). Ἀπό τό [[βηλός]] (=κατώφλι) τοῦ [[βαίνω]] μέ ἀναδιπλασιασμό → βε+βηλος → [[βέβηλος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[βεβηλόω]] (=[[μολύνω]]), [[βεβήλωσις]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=[[impie]], irréligieux, blasphématoire, mondain
}}
}}