καθαιμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />ensanglanter.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]].
|btext=<i>ao.</i> καθῄμαξα;<br />[[ensanglanter]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[αἱμάσσω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιμάσσω Medium diacritics: καθαιμάσσω Low diacritics: καθαιμάσσω Capitals: ΚΑΘΑΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: kathaimássō Transliteration B: kathaimassō Transliteration C: kathaimasso Beta Code: kaqaima/ssw

English (LSJ)

make bloody, sprinkle or stain with blood, τινα A.Eu.450; χρόα, δέρην, E.Hec.1126, Or.1527; σκήπτρῳ κ. κάρα Id.Andr.588; τὴν γλῶτταν Pl.Phdr.254e.

German (Pape)

[Seite 1279] mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καθαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάθους καθῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.

French (Bailly abrégé)

ao. καθῄμαξα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιμάσσω met bloed bevlekken, tot bloedens toe verwonden:. τὰς γνάθους καθῄμαξεν hij bracht het bloed op zijn kaken Plat. Phaedr. 254e; σκήπτρῳ δὲ τῷδε σὸν καθαιμάξω κάρα met deze staf zal ik jouw hoofd tot bloedens toe slaan Eur. Andr. 588.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμάσσω: (aor. καθῄμαξα)
1 обагрять кровью Aesch.: τήβεννος καθῃμαγμένη Plut. окровавленная тога;
2 разбивать в кровь (σκήπτρῳ κάρα τινός Eur.);
3 ранить до крови, окровавливать (τὰς γνάθους Plat.; χρόα Eur.).

Greek Monolingual

καθαιμάσσω)
καθιστώ αιματηρό, ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, ραντίζω ή βάφω κάτι με αίμα («καθαιμάσσειν γλῶτταν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἱμάσσω «ματώνω»].

Greek Monotonic

καθαιμάσσω: μέλ. -ξω, καταματώνω, ραντίζω ή κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμάσσω: μέλλ. -ξω, καθιστῶ αἱματηρόν, ῥαντίζω ἢ κηλιδώνω μὲ αἷμα, «καταματώνω», τινα Αἰσχύλ. Εὐρ. 540· χρόα, δέρην καθαιμάξαι Εὐρ. Ἑκ. 1126, Ὀρ. 1527· σκήπτρῳ κ. κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 588· τὴν γλῶτταν Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε.

Middle Liddell

fut. ξω
to make bloody, sprinkle or stain with blood, Aesch., Eur.