λοιπόν: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
 
Line 2: Line 2:
|strgr=neuter [[singular]] of the [[same]] as [[λοιποί]]; [[something]] [[remaining]] (adverbially): [[besides]], [[finally]], furthermore, (from) [[henceforth]], [[moreover]], [[now]], + it remaineth, [[then]].
|strgr=neuter [[singular]] of the [[same]] as [[λοιποί]]; [[something]] [[remaining]] (adverbially): [[besides]], [[finally]], furthermore, (from) [[henceforth]], [[moreover]], [[now]], + it remaineth, [[then]].
}}
}}
{{grml
{{ntsuppl
|mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῦ νοσήματος, ἔμεινε... [[κλινήρης]]», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως [[επιφώνημα]] ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («[[λοιπόν]], πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως [[συμπερασματικός]] [[σύνδεσμος]]) γι' αυτό, κι [[έτσι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> στο [[εξής]], [[έπειτα]] («ὁ καιρὸς [[συνεσταλμένος]] τὸ [[λοιπόν]] ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ως εκ τούτου, [[τότε]] («λοιπὸν [[ἀνάγκη]] συγχωρεῖν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις [[εἶναι]] ψευδεῖς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτέλους, τελοσπάντων («[[λοιπόν]], ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[λοιπόν]] του επιθ. [[λοιπός]] ([[πρβλ]]. επιρρμ. [[χρήση]] του επιθ. <i>πιθανόν</i>)].
|ntstxt=au reste, du reste, maintenant, désormais
}}
{{eles
|esgtx=[[saldo]]
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 11: Line 14:
|woodrun=(see also: [[λοιπός]]) [[for the rest]]
|woodrun=(see also: [[λοιπός]]) [[for the rest]]
}}
}}
{{ntsuppl
{{grml
|ntstxt=au reste, du reste, maintenant, désormais
|mltxt=(AM [[λοιπόν]], Μ και [[λοιπός]])<br />(άναρθρο και έναρθρο) (ως [[σύνδεσμος]] [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] και [[μεταβατικός]]) άρα, [[συνεπώς]], ώστε, [[επομένως]] (α. «[[αφού]] [[λοιπόν]] δεν έρχεσαι, θα πάω [[μόνος]] μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῦ χαλεποῦ νοσήματος, ἔμεινε... [[κλινήρης]]», Μηναί.)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(ως [[επιφώνημα]] ενισχυτικό ή προκλητικό της προσοχής) στο προκείμενο («[[λοιπόν]], πώς τά βλέπεις τα πράγματα;»)<br /><b>μσν.</b><br />(ως [[συμπερασματικός]] [[σύνδεσμος]]) γι' αυτό, κι [[έτσι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>ως επίρρ.</b>)<br /><b>1.</b> στο [[εξής]], [[έπειτα]] («ὁ καιρὸς [[συνεσταλμένος]] τὸ [[λοιπόν]] ἐστι, ἵνα... ὦσι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ως εκ τούτου, [[τότε]] («λοιπὸν [[ἀνάγκη]] συγχωρεῖν τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑποθέσεις [[εἶναι]] ψευδεῖς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> επιτέλους, τελοσπάντων («[[λοιπόν]], ἀδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. [[λοιπόν]] του επιθ. [[λοιπός]] ([[πρβλ]]. επιρρμ. [[χρήση]] του επιθ. <i>πιθανόν</i>)].
}}
}}