3,276,984
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=μεταλλεῖο, λατομεῖο). Ἀπό τό μετ' ἄλλα (=σ' ἀναζήτηση ἄλλων πραγμάτων). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[ματεύω]] (=ζητῶ) καί [[τότε]] ἡ λέξη [[μέταλλον]] σημαίνει (=[[τόπος]] γιά ἀναζήτηση, γιά [[ἔρευνα]]). Ὑπάρχει καί τό ὁμηρ. [[μεταλλάω]] (=ἐρευνῶ).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μεταλλεύω]] (=σκάβω μεταλλεῖα), [[μεταλλεία]] (=ἡ ἐκμετάλλευση μεταλλείου), [[μεταλλεῖον]], [[μεταλλεύς]], [[μετάλλευσις]], ἐκμετάλλευσις, [[μεταλλευτής]], [[μεταλλευτικός]], [[μεταλλευτός]], [[μεταλλευτήρ]]. | |mantxt=(=μεταλλεῖο, λατομεῖο). Ἀπό τό μετ' ἄλλα (=σ' ἀναζήτηση ἄλλων πραγμάτων). Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό [[ματεύω]] (=[[ζητῶ]]) καί [[τότε]] ἡ λέξη [[μέταλλον]] σημαίνει (=[[τόπος]] γιά ἀναζήτηση, γιά [[ἔρευνα]]). Ὑπάρχει καί τό ὁμηρ. [[μεταλλάω]] (=[[ἐρευνῶ]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[μεταλλεύω]] (=σκάβω μεταλλεῖα), [[μεταλλεία]] (=ἡ ἐκμετάλλευση μεταλλείου), [[μεταλλεῖον]], [[μεταλλεύς]], [[μετάλλευσις]], ἐκμετάλλευσις, [[μεταλλευτής]], [[μεταλλευτικός]], [[μεταλλευτός]], [[μεταλλευτήρ]]. | ||
}} | }} |