ἁλιτενής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui s'étend vers la mer <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui s'étend vers la mer]] <i>ou</i> le long de la mer;<br /><b>2</b> qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[τείνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:33, 6 December 2022
English (LSJ)
ές, A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio ἁλιτενής = walk by the shore, Cic.Att.14.13.1. II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14. III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.
Spanish (DGE)
(ἁλῐτενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ac. no contr. ἁλιτενέα Arr.Ind.21.9]
I 1que sale del mar, que se levanta sobre el mar νῆσοι E.Fr.87b.10, cf. Arr.l.c., πέτραι D.S.3.44, Longus 2.12.3, ἄκρα Str.8.2.3, cf. 7.3.19, Posidon.245, Eun.Hist.29.2.
2 que se extiende por la costa, a la orilla del mar, ambulatio ἁλιτενής paseo a la orilla del mar Cic.Att.367.1.
3 de zonas marítimas poco profundo Κιμμερικὸς Βόσπορος Plb.4.39.3, τῆς θαλάσσης οὔσης ἁλιτενοῦς καὶ μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχεροῦς App.BC 2.84.
II de barcos de poco calado Callix.1, Plu.Them.14.
German (Pape)
[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui s'étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιτενής:
1 тянущийся вдоль моря, приморский (πέτρα Diod., Cic.);
2 неглубокий, мелкий (τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὶ στενός Diod.);
3 плоскодонный (ναῦς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.
Greek Monolingual
ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].
Greek Monotonic
ἁλῐτενής: -ές (ἅλς, τείνω), εκτεινόμενος κατά μήκος της θάλασσας, επίπεδος, χαμηλός, σε Πλούτ.