3,274,919
edits
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[γνωρίζω]] [[καλά]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἵσταμαι]] ([[ἀντί]]: ἐφίσταμαι, γιατί ἔπαιρνε ψιλή στήν ἰων. διαλ., [[ὅταν]] ἔγινε ἡ σύνθεση. Ἤ ἀπό τό [[ἐπί]] + στα + μαι = [[ἐπίσταμαι]]). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό: επιστη-, β) ἀσθενές: επιστα-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπιστήμη]], [[ἐπιστημοσύνη]], [[ἀνεπιστημοσύνη]], [[ἐπιστημονικός]], [[ἐπιστήμων]], ἐπιστημονέστερος, [[ἐπιστημόνως]] (=ἔμπειρα), [[ἀνεπιστήμων]], [[ἐπιστητέον]], [[ἐπιστητικός]], [[ἐπιστητός]] (=πού μπορεῖ κάποιος νά μάθει), [[ἐπισταμένως]] (=ἔμπειρα). | |mantxt=(=[[γνωρίζω]] [[καλά]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἵσταμαι]] ([[ἀντί]]: ἐφίσταμαι, γιατί ἔπαιρνε ψιλή στήν ἰων. διαλ., [[ὅταν]] ἔγινε ἡ σύνθεση. Ἤ ἀπό τό [[ἐπί]] + στα + μαι = [[ἐπίσταμαι]]). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό: επιστη-, β) ἀσθενές: επιστα-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπιστήμη]], [[ἐπιστημοσύνη]], [[ἀνεπιστημοσύνη]], [[ἐπιστημονικός]], [[ἐπιστήμων]], ἐπιστημονέστερος, [[ἐπιστημόνως]] (=[[ἔμπειρα]]), [[ἀνεπιστήμων]], [[ἐπιστητέον]], [[ἐπιστητικός]], [[ἐπιστητός]] (=πού μπορεῖ κάποιος νά μάθει), [[ἐπισταμένως]] (=[[ἔμπειρα]]). | ||
}} | }} |