ἐπίσταμαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γνωρίζω]] [[καλά]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἵσταμαι]] ([[ἀντί]]: ἐφίσταμαι, γιατί ἔπαιρνε ψιλή στήν ἰων. διαλ., [[ὅταν]] ἔγινε ἡ σύνθεση. Ἤ ἀπό τό [[ἐπί]] + στα + μαι = [[ἐπίσταμαι]]). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό: επιστη-, β) ἀσθενές: επιστα-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπιστήμη]], [[ἐπιστημοσύνη]], [[ἀνεπιστημοσύνη]], [[ἐπιστημονικός]], [[ἐπιστήμων]], ἐπιστημονέστερος, [[ἐπιστημόνως]] (=ἔμπειρα), [[ἀνεπιστήμων]], [[ἐπιστητέον]], [[ἐπιστητικός]], [[ἐπιστητός]] (=πού μπορεῖ κάποιος νά μάθει), [[ἐπισταμένως]] (=ἔμπειρα).
|mantxt=(=[[γνωρίζω]] [[καλά]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἐπί]] + [[ἵσταμαι]] ([[ἀντί]]: ἐφίσταμαι, γιατί ἔπαιρνε ψιλή στήν ἰων. διαλ., [[ὅταν]] ἔγινε ἡ σύνθεση. Ἤ ἀπό τό [[ἐπί]] + στα + μαι = [[ἐπίσταμαι]]). Δύο θέματα: α) ἰσχυρό: επιστη-, β) ἀσθενές: επιστα-.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπιστήμη]], [[ἐπιστημοσύνη]], [[ἀνεπιστημοσύνη]], [[ἐπιστημονικός]], [[ἐπιστήμων]], ἐπιστημονέστερος, [[ἐπιστημόνως]] (=[[ἔμπειρα]]), [[ἀνεπιστήμων]], [[ἐπιστητέον]], [[ἐπιστητικός]], [[ἐπιστητός]] (=πού μπορεῖ κάποιος νά μάθει), [[ἐπισταμένως]] (=[[ἔμπειρα]]).
}}
}}