σχολάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀναπαύομαι). Ἀπό τό [[σχολή]] (=[[ἀργία]], ἀνάπαυση) τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχολή]]: [[σχολαῖος]] (=ἀργοκίνητος), [[σχολαιότης]], [[σχόλασις]], [[σχολασμός]], [[σχολαστήριον]], [[σχολαστής]], [[σχολαστικός]], [[σχολεῖον]], [[σχολικός]], [[σχόλιον]] (=ἐξήγηση), [[σχολιάζω]], [[σχολιαστής]].
|mantxt=(=[[ἀναπαύομαι]]). Ἀπό τό [[σχολή]] (=[[ἀργία]], ἀνάπαυση) τοῦ [[ἔχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχολή]]: [[σχολαῖος]] (=[[ἀργοκίνητος]]), [[σχολαιότης]], [[σχόλασις]], [[σχολασμός]], [[σχολαστήριον]], [[σχολαστής]], [[σχολαστικός]], [[σχολεῖον]], [[σχολικός]], [[σχόλιον]] (=[[ἐξήγηση]]), [[σχολιάζω]], [[σχολιαστής]].
}}
}}