τηλίκος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 <i>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. [[ταλίκος]], Α<br />τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ισχυρός]] ή τόσο [[εντυπωσιακός]] (α. «εἰ δ' ὀλίγα [[κρύπτω]] τὸν ταλίκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τηλίκον [[κάλλος]]», Κίνναμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] στην [[ηλικία]], τόσο ηλικιωμένος ή τόσο [[νέος]] (α. «πατρὸς... τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὔτοι]] [[τηλίκος]] [[εἰμὶ]] μαθεῖν», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αντων. [[τηλίκος]], συσχετική τών αντων. [[ἡλίκος]] και [[πηλίκος]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») και κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>κος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ηλίκος]])].
|mltxt=-η, -ον, ΜΑ, και δωρ. τ. [[ταλίκος]], Α<br />τόσο [[μεγάλος]], τόσο [[ισχυρός]] ή τόσο [[εντυπωσιακός]] (α. «εἰ δ' ὀλίγα [[κρύπτω]] τὸν ταλίκον», <b>Ανθ. Παλ.</b><br />β. «τηλίκον [[κάλλος]]», Κίνναμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] στην [[ηλικία]], τόσο ηλικιωμένος ή τόσο [[νέος]] (α. «πατρὸς... τηλίκου [[ὥσπερ]] [[ἐγών]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[οὔτοι]] [[τηλίκος]] [[εἰμὶ]] μαθεῖν», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αντων. [[τηλίκος]], συσχετική τών αντων. [[ἡλίκος]] και [[πηλίκος]], έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> [[IE]] <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τα</i>-, <i>τιο</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») και κατάλ. -(<i>ι</i>)<i>κος</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[ηλίκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm