Anonymous

ἀναγκαῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀνάγκη]]), με ή μέσω βίας·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεσμεύει, που ασκεί [[πίεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἦμαρ]] ἀν., η [[ημέρα]] του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως <i>ἀναγκαία τύχῃ</i>, η [[τύχη]], ο [[κλήρος]] της δουλείας ή ο [[βίαιος]] [[θάνατος]], σε Σοφ.· <i>τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ</i>, από την υποχρεωτική [[φύση]] της αρχής μας, σε Θουκ.· <i>ἐξ ἀναγκαίου</i>, [[κάτω]] από καταναγκασμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επιχειρήματα, [[πειστικός]], [[ισχυρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, <i>πολεμισταὶ ἀν</i>., στρατιώτες δια της βίας [[είτε]] θέλουν [[είτε]] όχι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]], <i>ἀναγκαῖόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]], ἔνιαι [[τῶν]] ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀναγκαῖα</i>, τα απαραίτητα [[αγαθά]], οι ανάγκες, όπως το [[φαγητό]], ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· <i>τὰ ἐκ θεοῦ ἀν</i>., η καθορισμένη [[τάξη]] των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλυτα [[απαραίτητος]], [[μόλις]] [[επαρκής]], [[επιτακτικός]]· ἀν. [[τροφή]] — <i>ἡ καθ' ἡμέραν</i>, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀναγκαῖοι</i>, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, [[ἀναγκαίως]] [[ἔχει]], πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. φέρειν</i>, όσο καλύτερα μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, αντίθ. προς το [[ἀνδρείως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. λέγειν</i>, μόνο τόσο [[μακριά]] όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀναγκαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[ἀνάγκη]]), με ή μέσω βίας·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που δεσμεύει, που ασκεί [[πίεση]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἦμαρ]] ἀν., η [[ημέρα]] του περιορισμού, δηλ. της δουλείας, στο ίδ.· ομοίως <i>ἀναγκαία τύχῃ</i>, η [[τύχη]], ο [[κλήρος]] της δουλείας ή ο [[βίαιος]] [[θάνατος]], σε Σοφ.· <i>τῷ τῆς ἀρχῆς ἀναγκαίῳ</i>, από την υποχρεωτική [[φύση]] της αρχής μας, σε Θουκ.· <i>ἐξ ἀναγκαίου</i>, [[κάτω]] από καταναγκασμό, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για επιχειρήματα, [[πειστικός]], [[ισχυρός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αναγκασμένος, εκβιασμένος, <i>πολεμισταὶ ἀν</i>., στρατιώτες δια της βίας [[είτε]] θέλουν [[είτε]] όχι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναγκαίος]], [[απαραίτητος]], <i>ἀναγκαῖόν</i> (<i>ἐστι</i>), όπως το [[ἀνάγκη]] [[ἐστί]] με απαρ., είναι απαραίτητο να γίνει [[κάτι]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[αλλά]], ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι ποιεῖσθαι, απαιτούν να γίνουν απαραιτήτως, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὰ ἀναγκαῖα</i>, τα απαραίτητα [[αγαθά]], οι ανάγκες, όπως το [[φαγητό]], ο ύπνος, στον ίδ., Ξεν.· <i>τὰ ἐκ θεοῦ ἀν</i>., η καθορισμένη [[τάξη]] των πραγμάτων, οι φυσικοί νόμοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> απόλυτα [[απαραίτητος]], [[μόλις]] [[επαρκής]], [[επιτακτικός]]· ἀν. [[τροφή]] — <i>ἡ καθ' ἡμέραν</i>, σε Θουκ.· τὸ ἀναγκαιότατον [[ὕψος]], το ελάχιστο ύψος που ήταν απολύτως απαραίτητο, στον ίδ.· ἡ ἀναγκαιοτάτη [[πόλις]], το λιγότερο που μπορούσε να ονομαστεί πόλη, σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για πρόσωπα, συνδεδεμένος με φυσικούς δεσμούς, δηλ. συγγενείς εξ αίματος, στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀναγκαῖοι</i>, Λατ. necessarii, οι συγγενείς, σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>-ως</i>, απαραίτητα, κατ' ανάγκην, δια της βίας, καταναγκαστικά, [[ἀναγκαίως]] [[ἔχει]], πρέπει να γίνει έτσι, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. φέρειν</i>, όσο καλύτερα μπορεί [[κάποιος]] να αντέξει, αντίθ. προς το [[ἀνδρείως]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀν. λέγειν</i>, μόνο τόσο [[μακριά]] όσο χρειάζεται, σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj