ἀναβαίνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]]· (αντί αορ. αʹ βλ. παρακ. Β), αόρ. βʹ [[ἀνέβην]], παρακ. -[[βέβηκα]] — Μέσ. αόρ. αʹ <i>-εβησάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-εβήσετο</i>, βλ. παρακ. Β·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανηφορίζω]], [[πηγαίνω]] προς τα πάνω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀναβαίνει, η [[φήμη]] ακολουθεί τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· με πρόθ., ἀν. ἐς [[δίφρον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. ἐπὶ [[οὔρεα]], σε Ηρόδ.· με δοτ., [[ποδοπατώ]], [[ποδοβολώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., <i>ἀν. στόλον</i>, [[εξέρχομαι]] σε [[εκστρατεία]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> [[ανεβαίνω]] σε [[πλοίο]], [[εισέρχομαι]], [[επιβαίνω]], σε Όμηρ.· <i>ἐς Τροίην ἀν</i>., [[εισέρχομαι]] σε [[πλοίο]] για τη [[Τροία]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανεβαίνω]] σε [[πλάτη]] αλόγου, <i>ἀν. ἐφ' ἵππον</i>, <i>ἐφ' ἵππου</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀναβεβηκώς</i>, επιβιβασμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πορεία]] στην [[ξηρά]], [[ανεβαίνω]] από τα παράλια στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀνάβασις]] I. 2.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποτάμια, [[φουσκώνω]], [[αυξάνω]], σηκώνομαι, σε Ηρόδ.· ἂν ἐς [[τὰς]] ἀρούρας, [[υπερχειλίζω]] την [[ξηρά]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αττ., ἀν. ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] ή <i>ἀναβαίνειν</i> μόνο του, [[ανέρχομαι]] στο [[βήμα]], σε Δημ.· <i>ἀν. ἐπὶ</i> ή εἰς τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[δικαστήριον]], [[έρχομαι]] ενώπιον του λαού, [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα και γεγονότα, [[καταλήγω]], αποδεικνύομαι, [[τελειώνω]], όπως το [[ἀποβαίνω]], [[ἐκβαίνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε, [[καταντώ]], <i>εἴς τινα</i>, στον ίδ. <b>Β.</b> Ο αόρ. αʹ <i>ἀνέβησα</i> χρησιμοποιείται ως αόρ. του [[ἀναβιβάζω]] με μεταβατική [[σημασία]], κάνω κάποιον να ανέβει, [[ιδίως]] [[επιβιβάζω]] σε [[πλοίο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· ομοίως Μέσ., <i>ἀνεβήσετο</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀναβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]]· (αντί αορ. αʹ βλ. παρακ. Β), αόρ. βʹ [[ἀνέβην]], παρακ. -[[βέβηκα]] — Μέσ. αόρ. αʹ <i>-εβησάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>-εβήσετο</i>, βλ. παρακ. Β·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανηφορίζω]], [[πηγαίνω]] προς τα πάνω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· [[φάτις]] ἀνθρώπους ἀναβαίνει, η [[φήμη]] ακολουθεί τους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· με πρόθ., ἀν. ἐς [[δίφρον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. ἐπὶ [[οὔρεα]], σε Ηρόδ.· με δοτ., [[ποδοπατώ]], [[ποδοβολώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., <i>ἀν. στόλον</i>, [[εξέρχομαι]] σε [[εκστρατεία]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> [[ανεβαίνω]] σε [[πλοίο]], [[εισέρχομαι]], [[επιβαίνω]], σε Όμηρ.· <i>ἐς Τροίην ἀν</i>., [[εισέρχομαι]] σε [[πλοίο]] για τη [[Τροία]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανεβαίνω]] σε [[πλάτη]] αλόγου, <i>ἀν. ἐφ' ἵππον</i>, <i>ἐφ' ἵππου</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>ἀναβεβηκώς</i>, επιβιβασμένος, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πορεία]] στην [[ξηρά]], [[ανεβαίνω]] από τα παράλια στην Κεντρική Ασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· πρβλ. [[ἀνάβασις]] I. 2.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποτάμια, [[φουσκώνω]], [[αυξάνω]], σηκώνομαι, σε Ηρόδ.· ἂν ἐς τὰς ἀρούρας, [[υπερχειλίζω]] την [[ξηρά]], στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> στην Αττ., ἀν. ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] ή <i>ἀναβαίνειν</i> μόνο του, [[ανέρχομαι]] στο [[βήμα]], σε Δημ.· <i>ἀν. ἐπὶ</i> ή εἰς τὸ [[πλῆθος]], τὸ [[δικαστήριον]], [[έρχομαι]] ενώπιον του λαού, [[παρουσιάζομαι]] στο δικαστήριο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πράγματα και γεγονότα, [[καταλήγω]], αποδεικνύομαι, [[τελειώνω]], όπως το [[ἀποβαίνω]], [[ἐκβαίνω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]] σε, [[καταντώ]], <i>εἴς τινα</i>, στον ίδ. <b>Β.</b> Ο αόρ. αʹ <i>ἀνέβησα</i> χρησιμοποιείται ως αόρ. του [[ἀναβιβάζω]] με μεταβατική [[σημασία]], κάνω κάποιον να ανέβει, [[ιδίως]] [[επιβιβάζω]] σε [[πλοίο]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· ομοίως Μέσ., <i>ἀνεβήσετο</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj