θελξίπικρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelksipikros
|Transliteration C=thelksipikros
|Beta Code=qelci/pikros
|Beta Code=qelci/pikros
|Definition=ον, [[sweetly painful]], κνησμοναί <span class="title">App.Anth.</span>3.158.
|Definition=θελξίπικρον, [[sweetly painful]], κνησμοναί ''App.Anth.''3.158.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐπικρος Medium diacritics: θελξίπικρος Low diacritics: θελξίπικρος Capitals: ΘΕΛΞΙΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: thelxípikros Transliteration B: thelxipikros Transliteration C: thelksipikros Beta Code: qelci/pikros

English (LSJ)

θελξίπικρον, sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.

German (Pape)

[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de douceur et d'amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.

Russian (Dvoretsky)

θελξίπικρος: мучительно-приятный (κνησμονή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.

Greek Monolingual

θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.

Greek Monotonic

θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θελξί-πικρος, ον
sweetly painful, Anth.