Anonymous

ἀναμφίεστος: Difference between revisions

From LSJ
6_18
(a)
 
(6_18)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] unangekleidet, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] unangekleidet, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναμφίεστος''': -ον, ὁ μὴ ἠμφιεσμένος, ἐνδεδυμένος, «γυμνὴν [[οἱονεί]] πως καὶ ἀναμφίεστον τὴν ἀλήθειαν». Κύριλ. Ἀλ. Ὁμιλ. Πασχ. 22, σ. 273. - Ἐπίρρ. -στως, μονονουχὶ γυμνῶς καὶ ἀναμφιέστως Ἰουλιαν. σ. 318.
}}
}}