λημνιός: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(Created page with "{{grml |mltxt=λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λ...")
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -[[άδος]] και λημνίς, -[[ίδος]]) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Λήμνιος]], <i>η Λημνία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λημνιό]]<br /><b>βοτ.</b> [[ποικιλία]] της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για [[οινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.
|mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και [[λημνιάς]], -[[άδος]] και [[λημνίς]], -[[ίδος]]) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Λήμνιος]], <i>η Λημνία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λημνιό]]<br /><b>βοτ.</b> [[ποικιλία]] της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για [[οινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 May 2023

Greek Monolingual

λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λημνίς, -ίδος) Λήμνος
1. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λήμνιος, η Λημνία
ο κάτοικος της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λημνιό
βοτ. ποικιλία της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για οινοποίηση
αρχ.
παροιμ. «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.