3,258,368
edits
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[συγχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ και [[συγχώρεση]] και [[συχώρεση]], [[σχώρεση]] Ν, και [[σουγχώρεισις]] Α [[συγχωρῶ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συγχωρώ]], [[παροχή]] [[συγγνώμη]]ς, [[άφεση]] αμαρτιών (α. «ζήτησε [[συγχώρηση]] για το [[κακό]] που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] συγχωρήσεως» — με το [[συμπάθιο]], [[συγγνώμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατάθεση]], [[συμφωνία]] (α. «ἧν δὲ ἡ [[συγχώρησις]] ἕν ἔχουσα [[κεφάλαιον]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — [[συγκατάθεση]] που δηλώνεται με λόγο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]] που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η [[ετυμηγορία]] του, [[συμβιβασμός]] [[πάνω]] σε μια [[πράξη]] («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο [[μήτε]] πρότερον [[μήτε]] νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (στην Αλεξάνδρεια) νομική [[συμφωνία]] με τη [[μορφή]] υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.). | |mltxt=η / [[συγχώρησις]], -ήσεως, ΝΜΑ και [[συγχώρεση]] και [[συχώρεση]], [[σχώρεση]] Ν, και [[σουγχώρεισις]] Α [[συγχωρῶ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συγχωρώ]], [[παροχή]] [[συγγνώμη]]ς, [[άφεση]] αμαρτιών (α. «ζήτησε [[συγχώρηση]] για το [[κακό]] που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν ποιήσηται», Επιφάν.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μετά]] συγχωρήσεως» — με το [[συμπάθιο]], [[συγγνώμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκατάθεση]], [[συμφωνία]] (α. «ἧν δὲ ἡ [[συγχώρησις]] ἕν ἔχουσα [[κεφάλαιον]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «τὴν τῷ λόγῳ συγχώρησιν» — [[συγκατάθεση]] που δηλώνεται με λόγο, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]] που υποβλήθηκε στο δικαστήριο όπως όριζε η [[ετυμηγορία]] του, [[συμβιβασμός]] [[πάνω]] σε μια [[πράξη]] («συνεισέδωκέ μοι συγχώρησιν, καθ' ἣν ἐδηλοῦτο [[μήτε]] πρότερον [[μήτε]] νῦν ἀντιποιεῖσθαι τῆς οἰκίας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (στην Αλεξάνδρεια) νομική [[συμφωνία]] με τη [[μορφή]] υπομνήματος στο ανώτατο δικαστήριο («κατὰ συγχώρησιν τελειωθεῖσαν διὰ τοῦ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καταλογείου», πάπ.). | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[forgiveness]]=== | |||
Albanian: falje; Arabic: مَغْفِرَة, غُفْرَان, مُسَامَحَة, عَفْو; Armenian: ներում; Aromanian: ljirtari, ljirtãciuni; Azerbaijani: əfv, bağışlama, bağışlanma; Belarusian: прабачэнне; Bengali: ক্ষমা, মাফি, মাগফিরাত; Bulgarian: опрощение, прошка, извинение; Burmese: ခွင့်လွှတ်ခြင်း; Cebuano: kapasayloan; Chinese Mandarin: 饒恕/饶恕, 寬恕/宽恕; Czech: odpuštění; Danish: tilgivelse, eftergivelse; Dutch: [[vergeving]], [[vergiffenis]]; Esperanto: pardono; Estonian: andeksand, andeksandmine; Finnish: anteeksianto, anteeksi antaminen, anteeksiantamus; French: [[pardon]]; Georgian: შენდობა, პატიება; German: [[Verzeihung]], [[Vergebung]]; Gothic: 𐌰𐍆𐌻𐌴𐍄; Greek: [[συγχώρεση]], [[συγγνώμη]]; Ancient Greek: [[αἴδεσις]], [[αἰδώς]], [[αἴδως]], [[ἄφεσις]], [[ἱλασμός]], [[συγγνώμη]], [[συγχώρησις]]; Hebrew: סְלִיחָה; Hindi: क्षमा, माफ़ी; Hungarian: megbocsátás; Irish: maitheamh; Italian: [[perdono]]; Japanese: 容赦; Kazakh: кешірім; Korean: 용서(容恕); Kurdish Central Kurdish: لێبوردن; Kyrgyz: кечирүү; Lao: ການໃຫ້ອະໄພ; Latin: [[venia]], [[remissio]]; Latvian: piedošana; Lithuanian: atleidimas; Macedonian: прошка, извинение; Malagasy: Famelana; Manx: maih, maihnys; Maori: murunga, murunga hara; Norwegian Bokmål: tilgivelse; Old English: forġiefnes; Persian: بخشش, گذشت, معافی; Polish: wybaczenie, przebaczenie, odpuszczenie; Portuguese: [[perdão]]; Romanian: iertare, scuză, pardon; Russian: [[прощение]], [[извинение]]; Serbo-Croatian Cyrillic: опроштење, извињење; Roman: oprošténje, izvinjénje; Slovak: odpustenie; Slovene: odpuščanje; Spanish: [[perdón]]; Swahili: ghofira; Swedish: förlåtelse; Tagalog: kapatawaran; Tajik: бахшиш, гузашт; Thai: อโหสิกรรม, การให้อภัย; Tocharian B: kṣānti; Turkish: af, bağışlama; Ukrainian: прощення, пробачення; Urdu: مُعَافِی; Uzbek: kechirish, kechirim; Vietnamese: sự tha thứ; Volapük: pard | |||
}} | }} |