ἀναφάλαντος: Difference between revisions

6_18
(b)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0213.png Seite 213]] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]], ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.
}}
}}