ἀσυνδύαστος: Difference between revisions

6_17
(b)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ungepaart, unverbunden, Schol. Plat. 460.
}}
{{ls
|lstext='''ἀσυνδύαστος''': -ον, μὴ συνδυαζόμενος, μὴ συνενούμενος, μὴ συζευγνύμενος, τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]] μένειν, εἰ διαζευχθείη τῆς συζυγίας εἰς τὸ [[ἐφεξῆς]] ἀσυνδύαστον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 507D, πρβλ. καὶ 667Β. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἀσυνδυάστως, [[ἄνευ]] συζεύξεως, οἱ γῦπες ἀσυνδυάστως τίκτουσιν Ρήτορες (Walz) τ. 3. σ. 731, 10.
}}
}}