3,273,145
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalypto | |Transliteration C=kalypto | ||
|Beta Code=kalu/ptw | |Beta Code=kalu/ptw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> Ep. impf. κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.''Th.'' 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.''NA''7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. ''UP''9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.''Supp.''531: aor.2 part. καλῠφείς ''CPR''239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.—Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. [[κέλυφος]], [[καλύβη]], Lat. [[occulo]], [[celo]].)<br><span class="bld">I</span> [[cover]], freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ… μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, <b class="b3">ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι</b> is to [[kill]]); simply, [[cover]], μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; ([[πέτρον]]) <b class="b3">περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν</b> his hand [[covered]], [[grasped]] a stone, 16.735; of death, τὼ… τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; <b class="b3">κ. Χθονὶ γυῖα</b>, i.e. to [[be buried]], Pi.''N.''8.38; but <b class="b3">Χθονί, τάφῳ κ.</b>, [[bury]], A.''Pr.''582 (lyr.), S.''Ant.''28; [[γῇ]], [[Χέρσῳ]], E.''Ph.''1633, ''Hel.''1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.''Th.''1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις ''SIG''1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, [[protect]], X. ''Eq.''12.5:—Med., [[cover oneself]] or [[veil oneself]], ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; <b class="b3">λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω</b> (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.''Op.''198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος… ὤμους Il.16.360; <b class="b3">ἐν Χλαίνῃ κεκ</b>. 24.163; [[Χαλκῷ]], [[ἠέρι]], 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; <b class="b3">φρικὶ καλυφθείς</b>, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ ''Michel''995 ''C''32 (Delph., v/iv B.C.); ([[βράγχια]]) καλυπτόμενα καλύμματι Arist.''HA''505a6; [[κεκαλυμμένος]] = [[veiled]] IG5(2).514.10 (Lycosura).<br><span class="bld">2</span> [[hide]], [[conceal]], <b class="b3">κεκαλυμμένοι ἵππῳ</b> [[concealed]] in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε S.''OT''1411, cf. ''Ev.Luc.''23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.''Ant.'' 1254; <b class="b3">σιγῇ κ.</b> E.''Hipp.''712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν [[LXX]] ''Ps.''84(85).2, cf. ''Ep.Jac.''5.20.<br><span class="bld">3</span> [[cover with dishonour]], [[throw a cloud over]], σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. ''OC''282.<br><span class="bld">II</span> [[put over as a covering]], πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; <b class="b3">τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω</b> I will [[put]] [[mud]] [[over]] him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313. | |Definition=<span class="bld">A</span> Ep. impf. κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.''Th.'' 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.''NA''7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. ''UP''9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.''Supp.''531: aor.2 part. καλῠφείς ''CPR''239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.—Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. [[κέλυφος]], [[καλύβη]], Lat. [[occulo]], [[celo]].)<br><span class="bld">I</span> [[cover]], freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ… μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, <b class="b3">ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι</b> is to [[kill]]); simply, [[cover]], μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; ([[πέτρον]]) <b class="b3">περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν</b> his hand [[covered]], [[grasped]] a stone, 16.735; of death, τὼ… τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; <b class="b3">κ. Χθονὶ γυῖα</b>, i.e. to [[be buried]], Pi.''N.''8.38; but <b class="b3">Χθονί, τάφῳ κ.</b>, [[bury]], A.''Pr.''582 (lyr.), S.''Ant.''28; [[γῇ]], [[Χέρσῳ]], E.''Ph.''1633, ''Hel.''1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.''Th.''1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις ''SIG''1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, [[protect]], X. ''Eq.''12.5:—Med., [[cover oneself]] or [[veil oneself]], ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; <b class="b3">λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω</b> (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.''Op.''198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος… ὤμους Il.16.360; <b class="b3">ἐν Χλαίνῃ κεκ</b>. 24.163; [[Χαλκῷ]], [[ἠέρι]], 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; <b class="b3">φρικὶ καλυφθείς</b>, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ ''Michel''995 ''C''32 (Delph., v/iv B.C.); ([[βράγχια]]) καλυπτόμενα καλύμματι Arist.''HA''505a6; [[κεκαλυμμένος]] = [[veiled]] IG5(2).514.10 (Lycosura).<br><span class="bld">2</span> [[hide]], [[conceal]], <b class="b3">κεκαλυμμένοι ἵππῳ</b> [[concealed]] in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1411, cf. ''Ev.Luc.''23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.''Ant.'' 1254; <b class="b3">σιγῇ κ.</b> E.''Hipp.''712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν [[LXX]] ''Ps.''84(85).2, cf. ''Ep.Jac.''5.20.<br><span class="bld">3</span> [[cover with dishonour]], [[throw a cloud over]], σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. ''OC''282.<br><span class="bld">II</span> [[put over as a covering]], πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; <b class="b3">τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω</b> I will [[put]] [[mud]] [[over]] him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |