νόσφι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νόσφι]] και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], νόσφιν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. στον <b>Ομ.</b> και στον <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως τοπ.) [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>2.</b> (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, [[παράμερα]], [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική [[διάθεση]]) [[μακριά]] από («[[ἠρύκακε]] μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[σκέψη]]) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[οὔτε]] τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῑο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> έξω από [[κάτι]] («[[νόσφι]] πόληος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]] ή την [[καθοδήγηση]] κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]] όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από <i>νοτ</i>-<i>σ</i>-<i>φι</i> και μπορεί να συνδεθεί με [[νῶτον]], λιθουαν. <i>nu</i><i>ō</i> «[[μακριά]] από», λεττον. <i>nuo</i> «από». Η κατάλ. -<i>φι</i>- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο ([[πρβλ]]. [[πάμφι]])].
|mltxt=[[νόσφι]] και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], νόσφιν (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (συν. στον <b>Ομ.</b> και στον <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>1.</b> (ως τοπ.) [[μακριά]], απομακρυσμένα<br /><b>2.</b> (ως τροπ.) κατ' ιδίαν, [[παράμερα]], [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική [[διάθεση]]) [[μακριά]] από («[[ἠρύκακε]] μώνυχας ἵππους νόσφιν ἀπὸ Φλοίσβου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[σκέψη]]) με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά από («τοί κεν Άχαιῶν νόσφιν βουλεύωσ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλην]], [[εκτός]] («[[οὔτε]] τις ποταμῶν ἀπέην, νόσφ' Ώκεανοῖο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> έξω από [[κάτι]] («[[νόσφι]] πόληος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]], τη [[συνδρομή]] ή την [[καθοδήγηση]] κάποιου, αβοήθητα («νόσφιν ἡγητῶν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ., [[κατά]] μία [[άποψη]] όχι τόσο πιθανή, προέρχεται από <i>νοτ</i>-<i>σ</i>-<i>φι</i> και μπορεί να συνδεθεί με [[νῶτον]], λιθουαν. <i>nu</i><i>ō</i> «[[μακριά]] από», λεττον. <i>nuo</i> «από». Η κατάλ. -<i>φι</i>- αποτελεί πιθ. κατάλ. οργανικής πτώσης, που απαντά στην Μυκηναϊκή και στον Όμηρο ([[πρβλ]]. [[πάμφι]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm