σανίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σανίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ<br />μακρύ ορθογώνιο [[ξύλο]] αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον [[κατά]] [[μήκος]] πριονισμό κορμού δέντρου, κν. [[τάβλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ., [[ιδίως]] για [[γυναίκα]]) πολύ [[λεπτός]], πολύ [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σανίδα]] σωτηρίας» — έσχατο [[μέσο]] σωτηρίας ή αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης<br />β) «του χρειάζεται βρεγμένη [[σανίδα]]» — η [[συμπεριφορά]] του και οι ενέργειές του [[είναι]] τόσο άσχημες ώστε απαιτείται να υποστεί ξυλοδαρμό για να συνετιστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σανίδες</i><br />ξύλινες πινακίδες για [[γράψιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που [[είναι]] κατασκευασμένο από σανίδες, όπως: α) [[θύρα]] («κολλητὰς σανίδας» — πτυσσόμενες πόρτες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ξύλινο [[ικρίωμα]] ή [[εξέδρα]]<br />γ) ξύλινο [[πάτωμα]] και, [[ιδίως]], [[κατάστρωμα]] πλοίου<br />δ) [[εδώλιο]], [[θρανίο]]<br />ε) [[κάλυμμα]]<br />στ) [[ξύλο]] στο οποίο δένονταν ή καρφώνονταν σαν σε σταυρό οι κατάδικοι («[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες ἀνεκρέμασαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) <b>στον πληθ.</b><br />i) ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες γράφονταν [[κάθε]] είδους δημόσιες ανακοινώσεις, όπως νόμοι που επρόκειτο να προταθούν για [[ψήφιση]], νόμοι που διορθώθηκαν από τους θεσμοσθέτες, κατάλογοι αρχόντων, λογαριασμοί διαχείρισης, ονόματα οφειλετών, υποθέσεις που επρόκειτο να εκδικαστούν στο δικαστήριο, [[καθώς]] και οι αποφάσεις τών δικαστηρίων ii) ζωγραφικοί πίνακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[δοκίς]], [[σελίς]])].
|mltxt=η / [[σανίς]], -ίδος, ΝΜΑ<br />μακρύ ορθογώνιο [[ξύλο]] αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον [[κατά]] [[μήκος]] πριονισμό κορμού δέντρου, κν. [[τάβλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ., [[ιδίως]] για [[γυναίκα]]) πολύ [[λεπτός]], πολύ [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σανίδα]] σωτηρίας» — έσχατο [[μέσο]] σωτηρίας ή αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης<br />β) «του χρειάζεται βρεγμένη [[σανίδα]]» — η [[συμπεριφορά]] του και οι ενέργειές του [[είναι]] τόσο άσχημες ώστε απαιτείται να υποστεί ξυλοδαρμό για να συνετιστεί<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ σανίδες</i><br />ξύλινες πινακίδες για [[γράψιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που [[είναι]] κατασκευασμένο από σανίδες, όπως: α) [[θύρα]] («κολλητὰς σανίδας» — πτυσσόμενες πόρτες, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ξύλινο [[ικρίωμα]] ή [[εξέδρα]]<br />γ) ξύλινο [[πάτωμα]] και, [[ιδίως]], [[κατάστρωμα]] πλοίου<br />δ) [[εδώλιο]], [[θρανίο]]<br />ε) [[κάλυμμα]]<br />στ) [[ξύλο]] στο οποίο δένονταν ή καρφώνονταν σαν σε σταυρό οι κατάδικοι («[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες ἀνεκρέμασαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />ζ) <b>στον πληθ.</b><br />i) ξύλινες πινακίδες καλυμμένες με γύψο στις οποίες γράφονταν [[κάθε]] είδους δημόσιες ανακοινώσεις, όπως νόμοι που επρόκειτο να προταθούν για [[ψήφιση]], νόμοι που διορθώθηκαν από τους θεσμοσθέτες, κατάλογοι αρχόντων, λογαριασμοί διαχείρισης, ονόματα οφειλετών, υποθέσεις που επρόκειτο να εκδικαστούν στο δικαστήριο, [[καθώς]] και οι αποφάσεις τών δικαστηρίων ii) ζωγραφικοί πίνακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[δοκίς]], [[σελίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σᾰνίς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[σανίδα]], [[σανίδι]], σε Ανθ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σανίδες·<br /><b class="num">1.</b> πόρτα, στον πληθ. πτυσσόμενη, δίφυλλη πόρτα, Λατ. [[fores]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ξύλινο [[πάτωμα]], [[ικρίωμα]], [[σκηνή]] θεάτρου, θεατρικό [[σανίδι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κατάστρωμα]] πλοίου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., ξύλινες πινακίδες (πίνακες) πάνω στις οποίες έγραφαν, στον ίδ.· στην Αθήνα, πινακίδες, οι κατάλογοι όπου αναγράφονταν οι δημόσιες ανακοινώσεις, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[σανίδα]] στην οποία δένονταν ή και σταυρώνονταν οι κατάδικοι· ομοίως πιθ. σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''σᾰνίς:''' -ίδος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[σανίδα]], [[σανίδι]], σε Ανθ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> οτιδήποτε είναι κατασκευασμένο από σανίδες·<br /><b class="num">1.</b> πόρτα, στον πληθ. πτυσσόμενη, δίφυλλη πόρτα, Λατ. [[fores]], σε Όμηρ.· [[σπανίως]] στον ενικ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ξύλινο [[πάτωμα]], [[ικρίωμα]], [[σκηνή]] θεάτρου, θεατρικό [[σανίδι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[κατάστρωμα]] πλοίου, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> στον πληθ., ξύλινες πινακίδες (πίνακες) πάνω στις οποίες έγραφαν, στον ίδ.· στην Αθήνα, πινακίδες, οι κατάλογοι όπου αναγράφονταν οι δημόσιες ανακοινώσεις, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[σανίδα]] στην οποία δένονταν ή και σταυρώνονταν οι κατάδικοι· ομοίως πιθ. σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{ls
{{ls