εξαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξαίρω]], Α και [[ἐξαείρω]]) [[αίρω]]<br />[[υψώνω]] [[κάτι]] ώστε να [[είναι]] ορατό, [[επαινώ]] («εξαίρει τις αρετές»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τονίζω]] τη [[σπουδαιότητα]] («εξαίρει τη [[σοβαρότητα]] της καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξαφανίζω]] («ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἐξάραι ὁ Θεὸς τὸν ἐχθρὸν τοῦτον τὸν ἀντιστάμενον ἡμῖν», Δούκας)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> σηκώνομαι, [[ανεβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («ἐξάρας [αὐτόν] παίει ἐς τὴν γῆν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πουλί]]) υψώνομαι από το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ανεγείρομαι, υψώνομαι («τοῦτο [τοῦ τείχεος] ἅμα νυκτὶ ἐξηείρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> πρήζομαι<br /><b>5.</b> παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐλπίσιν κεναῑς... ἐξήρετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μεγαλοποιώ]] («οὕτω δ' ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐξάρας ἐφθόνησέ μου ταῖς διαβολαῖς», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] («μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς [[μένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διώχνω]], [[απομακρύνω]] («ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>9.</b> [[ξεκινώ]] («ἐξάραντες παντί τῷ στρατεύματι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αφαιρώ]] («ἐξᾱραι τὰ [[ἔπιπλα]]»)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[κερδίζω]] («δοιοὺς [[ἐξήρατο]] μισθούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για [[αρρώστια]]) [[κολλώ]]<br /><b>13.</b> [[διαστρέφω]] («τὰ γὰρ δῶρα... ἐξαίρει λόγους δικαίων», ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>(ρητ.)</b> [[μιλώ]] σε υψηλό ύφος.
|mltxt=(AM [[ἐξαίρω]], Α και [[ἐξαείρω]]) [[αίρω]]<br />[[υψώνω]] [[κάτι]] ώστε να [[είναι]] ορατό, [[επαινώ]] («εξαίρει τις αρετές»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τονίζω]] τη [[σπουδαιότητα]] («εξαίρει τη [[σοβαρότητα]] της καταστάσεως»)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εξαφανίζω]] («ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἐξάραι ὁ Θεὸς τὸν ἐχθρὸν τοῦτον τὸν ἀντιστάμενον ἡμῖν», Δούκας)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> σηκώνομαι, [[ανεβαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[υψώνω]] («ἐξάρας [αὐτόν] παίει ἐς τὴν γῆν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πουλί]]) υψώνομαι από το [[έδαφος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ανεγείρομαι, υψώνομαι («τοῦτο [τοῦ τείχεος] ἅμα νυκτὶ ἐξηείρετο διπλήσιον τοῦ ἀρχαίου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> πρήζομαι<br /><b>5.</b> παίρνουν τα μυαλά μου αέρα («ἐλπίσιν κεναῖς... ἐξήρετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[μεγαλοποιώ]] («οὕτω δ' ἄνω τὸ πρᾶγμα ἐξάρας ἐφθόνησέ μου ταῖς διαβολαῖς», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]] («μηδὲν δεινὸν ἐξάρῃς [[μένος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[διώχνω]], [[απομακρύνω]] («ἐξάρατε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>9.</b> [[ξεκινώ]] («ἐξάραντες παντί τῷ στρατεύματι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αφαιρώ]] («ἐξᾱραι τὰ [[ἔπιπλα]]»)<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> [[κερδίζω]] («δοιοὺς [[ἐξήρατο]] μισθούς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>12.</b> (για [[αρρώστια]]) [[κολλώ]]<br /><b>13.</b> [[διαστρέφω]] («τὰ γὰρ δῶρα... ἐξαίρει λόγους δικαίων», ΠΔ)<br /><b>14.</b> <b>(ρητ.)</b> [[μιλώ]] σε υψηλό ύφος.
}}
}}