ἐλαφρός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
lsj>Spiros
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐλαφρός:''' 3, редко Pind.<br /><b class="num">1</b> [[легкий]] (по весу), легковесный ([[λᾶας]] Hom.; τὸ μὲν [[βαρύ]], τὸ δ᾽ ἐλαφρόν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[легкий]], [[проворный]], [[подвижный]], [[резвый]] ([[ποσσί]] Hom. и [[ποδί]] Aesch.; [[πούς]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[бодрый]] ([[ἡλικία]] Xen.; οἱ ἐλαφρότατοι τῶν ὁπλιτῶν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[легковооруженный]] (ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι ἱππεῖς Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[легкий]], [[нетрудный]] (ἐλαφρότερος γίγνεται [[πόλεμος]] Hom.): ἐλαφρόν (ἐστιν) παραινεῖν Aesch. давать советы легко; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ εἶναι Theocr. быть трудным, тягостным;<br /><b class="num">6</b> (= [[εὔπεπτος]]) легкий, удобоваримый (βρώματα καὶ πόματα Plut.);<br /><b class="num">7</b> [[легкий]], [[несильный]] ([[λύσσα]] Aesch.; ἀτυχήματα Arst.);<br /><b class="num">8</b> [[небольшой]], [[незначительный]] (πόλεις, [[ποταμός]] Polyb.);<br /><b class="num">9</b> [[маловажный]]: ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι Her. не придавать чему-л. большого значения;<br /><b class="num">10</b> [[ласковый]], [[кроткий]] (ἐ. καὶ [[εὐήθης]] Plat.; ἐλαφρότατος καὶ μετριώτατος Isocr.);<br /><b class="num">11</b> [[легкомысленный]], [[ветреный]] ([[πλῆθος]] Polyb.);<br /><b class="num">12</b> (на что-л.) скорый (ἐν τῷ κολάζειν Plut.);<br /><b class="num">13</b> [[умеющий]], [[искусный]] (εἴρειν στεφάνους Pind.).
|elrutext='''ἐλαφρός:''' 3, редко Pind.<br /><b class="num">1</b> [[легкий]] (по весу), [[легковесный]] ([[λᾶας]] Hom.; τὸ μὲν [[βαρύ]], τὸ δ᾽ ἐλαφρόν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[легкий]], [[проворный]], [[подвижный]], [[резвый]] ([[ποσσί]] Hom. и [[ποδί]] Aesch.; [[πούς]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[бодрый]] ([[ἡλικία]] Xen.; οἱ ἐλαφρότατοι τῶν ὁπλιτῶν Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[легковооруженный]] (ἐλαφροὶ καὶ εὔζωνοι ἱππεῖς Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[легкий]], [[нетрудный]] (ἐλαφρότερος γίγνεται [[πόλεμος]] Hom.): ἐλαφρόν (ἐστιν) παραινεῖν Aesch. давать советы легко; οὐκ ἐν ἐλαφρῷ εἶναι Theocr. быть трудным, тягостным;<br /><b class="num">6</b> (= [[εὔπεπτος]]) легкий, удобоваримый (βρώματα καὶ πόματα Plut.);<br /><b class="num">7</b> [[легкий]], [[несильный]] ([[λύσσα]] Aesch.; ἀτυχήματα Arst.);<br /><b class="num">8</b> [[небольшой]], [[незначительный]] (πόλεις, [[ποταμός]] Polyb.);<br /><b class="num">9</b> [[маловажный]]: ἐν ἐλαφρῷ ποιεῖσθαί τι Her. не придавать чему-л. большого значения;<br /><b class="num">10</b> [[ласковый]], [[кроткий]] (ἐ. καὶ [[εὐήθης]] Plat.; ἐλαφρότατος καὶ μετριώτατος Isocr.);<br /><b class="num">11</b> [[легкомысленный]], [[ветреный]] ([[πλῆθος]] Polyb.);<br /><b class="num">12</b> (на что-л.) [[скорый]] (ἐν τῷ [[κολάζειν]] Plut.);<br /><b class="num">13</b> [[умеющий]], [[искусный]] (εἴρειν στεφάνους Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=, και , και -ιά, και [[αλαφρός]], -ιά, και [[αλαφριός]], , και [[ελαφρύς]], -ιά, και [[αλαφρύς]], -ιά, (AM [[ἐλαφρός]], , -όν και [[ἐλαφρός]], -όν)<br />Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα <b>κ.λπ.</b>) [[λεπτός]], [[κατάλληλος]] λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους [[χωρίς]] πολύ [[κρύο]]<br /><b>3.</b> (για όπλα, οπλισμό) [[εύκολος]] στη [[μεταφορά]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με [[ελαφρά]], ατομικά του όπλα<br /><b>5.</b> [[εύκολος]] που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)<br /><b>6.</b> (για ποινές) όχι πολύ [[αυστηρός]] ως [[προς]] την [[έκτιση]] ή τις άλλες επιπτώσεις<br /><b>7.</b> (για άνεμο, κυματισμό <b>κ.λπ.</b>) [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[ένταση]]<br /><b>8.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>9.</b> (για ανθρώπους) [[ελαφρόμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>10.</b> (για νοσηρή [[κατάσταση]]) [[ήπιος]], όχι [[βαρύς]] («[[ελαφρά]] [[αδιαθεσία]]», «[[ελαφρός]] [[πονοκέφαλος]]»)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ύπνος [[ελαφρός]]» — [[ευχάριστος]] και [[αναπαυτικός]], [[χωρίς]] εφιάλτες<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το [[χώμα]]...» — [[ευχή]] σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φάρμακο]]) αυτός που ενεργεί ήπια<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτός που διευκολύνει την [[πέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[ενέργεια]]) [[ήπιος]] («ελαφρό [[τρίψιμο]], [[ελαφρά]] [[επίπληξη]]»)<br /><b>4.</b> [[ασθενής]], όχι [[έντονος]] («ελαφριά [[αναπνοή]]»)<br /><b>5.</b> (για [[μυρωδιά]], [[αναθυμίαση]]) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά [[νεύρα]], [[άτονος]] («ελαφρό [[άρωμα]]»)<br /><b>6.</b> (για [[φυσικά]] προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο [[φτωχός]] σε [[περιεκτικότητα]] του κύριου συστατικού, [[αραιός]] («ελαφρό [[κρασί]]»)<br /><b>7.</b> (για [[γεύση]] ή [[οσμή]]) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη<br /><b>9.</b> (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για [[διασκέδαση]] [[χωρίς]] βαθύτερο [[περιεχόμενο]] («ελαφρό [[θέατρο]]»)<br /><b>10.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαφρός]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[εφηβικός]], [[νεανικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ανοχύρωτη<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους και ζώα) [[ευκίνητος]], γρήγορος<br /><b>4.</b> [[ευνόητος]]<br /><b>5.</b> (για [[θάλασσα]]) ρηχή<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[μικρός]], [[αβαθής]]<br />II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ελαφρά]] (AM [[ἐλαφρῶς]])<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[πίεση]] ή θόρυβο («άγγιξα [[ελαφρά]]», «πατάει [[ελαφρά]]»)<br /><b>2.</b> ευκίνητα, [[γρήγορα]], ανάλαφρα<br /><b>3.</b> ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την [[αρρώστια]] [[ελαφρά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>, αρχ. σαξ. <i>lungor</i> «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. <i>lungre</i> «[[γρήγορα]], [[σύντομα]]», <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>lņgh</i><sup>w</sup><i>ro</i>-. To <i>ε</i>- του ελληνικού τ. [[είναι]] [[πρόθημα]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προήλθε με συμφυρμό τών <i>ελαχρός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>) και <i>ελαφός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελαχFός</i> ([[πρβλ]]. λιθ. <i>le</i><i>ň</i><i>gvas</i>), θεματ. τ. του [[ελαχύς]]. Ο τ. <i>ελαφρ</i>-<i>ύς</i> αναλογικός [[κατά]] το αντίθετό του <i>βαρ</i>-<i>ύς</i>. Η λ. [[ελαφρός]] σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «[[ταχύς]], γρήγορος», [[επειδή]] αυτός που έχει λίγο [[βάρος]], κινείται με [[ευκολία]], [[είναι]] [[ευκίνητος]] και, [[επομένως]], [[ταχύς]]. Η [[σημασία]] όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική].
|mltxt=ελαφρή, και ελαφρά, και ελαφριά, ελαφρό και [[αλαφρός]], αλαφριά, αλαφρό και [[αλαφριός]], αλαφριά, αλαφριό και [[ελαφρύς]], ελαφριά, ελαφρύ και [[αλαφρύς]], αλαφριά, αλαφρύ (AM [[ἐλαφρός]], ἐλαφρά, ἐλαφρόν και [[ἐλαφρός]], ἐλαφρόν)<br />Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό [[βάρος]]<br /><b>2.</b> (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα <b>κ.λπ.</b>) [[λεπτός]], [[κατάλληλος]] λόγω υλικού και υφάνσεως για περιόδους [[χωρίς]] πολύ [[κρύο]]<br /><b>3.</b> (για όπλα, οπλισμό) [[εύκολος]] στη [[μεταφορά]]<br /><b>4.</b> (για στρατιώτη) ο οπλισμένος με [[ελαφρά]], ατομικά του όπλα<br /><b>5.</b> [[εύκολος]] που δεν κουράζει («ελαφριά δουλειά»)<br /><b>6.</b> (για ποινές) όχι πολύ [[αυστηρός]] ως [[προς]] την [[έκτιση]] ή τις άλλες επιπτώσεις<br /><b>7.</b> (για άνεμο, κυματισμό <b>κ.λπ.</b>) [[χωρίς]] [[μεγάλη]] [[ένταση]]<br /><b>8.</b> (για τροφές) [[εύπεπτος]]<br /><b>9.</b> (για ανθρώπους) [[ελαφρόμυαλος]], [[ανόητος]]<br /><b>10.</b> (για νοσηρή [[κατάσταση]]) [[ήπιος]], όχι [[βαρύς]] («[[ελαφρά]] [[αδιαθεσία]]», «[[ελαφρός]] [[πονοκέφαλος]]»)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «ύπνος [[ελαφρός]]» — [[ευχάριστος]] και [[αναπαυτικός]], [[χωρίς]] εφιάλτες<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «γαίαν έχοις ελαφράν», «ελαφρό το [[χώμα]]...» — [[ευχή]] σε κεκοιμημένους για αιώνια, ειρηνική [[ανάπαυση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φάρμακο]]) αυτός που ενεργεί ήπια<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) αυτός που διευκολύνει την [[πέψη]]<br /><b>3.</b> (για [[ενέργεια]]) [[ήπιος]] («ελαφρό [[τρίψιμο]], [[ελαφρά]] [[επίπληξη]]»)<br /><b>4.</b> [[ασθενής]], όχι [[έντονος]] («ελαφριά [[αναπνοή]]»)<br /><b>5.</b> (για [[μυρωδιά]], [[αναθυμίαση]]) αυτός που δεν προσβάλλει έντονα τα οσφρητικά [[νεύρα]], [[άτονος]] («ελαφρό [[άρωμα]]»)<br /><b>6.</b> (για [[φυσικά]] προϊόντα και τα παρασκευάσματά τους) ο [[φτωχός]] σε [[περιεκτικότητα]] του κύριου συστατικού, [[αραιός]] («ελαφρό [[κρασί]]»)<br /><b>7.</b> (για [[γεύση]] ή [[οσμή]]) αυτή που διαφέρει από τη συνηθισμένη<br /><b>8.</b> (για [[γυναίκα]]) ανήθικη<br /><b>9.</b> (για λογοτεχνικά έργα και μουσικές συνθέσεις) αυτός που γράφεται μόνο για [[διασκέδαση]] [[χωρίς]] βαθύτερο [[περιεχόμενο]] («ελαφρό [[θέατρο]]»)<br /><b>10.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαφρός]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών καραβιιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) [[εφηβικός]], [[νεανικός]]<br /><b>2.</b> (για [[πόλη]]) ανοχύρωτη<br /><b>3.</b> (για ανθρώπους και ζώα) [[ευκίνητος]], γρήγορος<br /><b>4.</b> [[ευνόητος]]<br /><b>5.</b> (για [[θάλασσα]]) ρηχή<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[μικρός]], [[αβαθής]]<br />II. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[ελαφρά]] (AM ἐλαφρῶς)<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[πίεση]] ή θόρυβο («άγγιξα [[ελαφρά]]», «πατάει [[ελαφρά]]»)<br /><b>2.</b> ευκίνητα, [[γρήγορα]], ανάλαφρα<br /><b>3.</b> ακίνδυνα, άνετα («πέρασε την [[αρρώστια]] [[ελαφρά]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>, αρχ. σαξ. <i>lungor</i> «γρήγορος», αγγλοσαξ. επίρρ. <i>lungre</i> «[[γρήγορα]], [[σύντομα]]», <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>lņgh</i><sup>w</sup><i>ro</i>-. To <i>ε</i>- του ελληνικού τ. [[είναι]] [[πρόθημα]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], η λ. προήλθε με συμφυρμό τών <i>ελαχρός</i> ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>lungar</i>) και <i>ελαφός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελαχFός</i> ([[πρβλ]]. λιθ. <i>le</i><i>ň</i><i>gvas</i>), θεματ. τ. του [[ελαχύς]]. Ο τ. <i>ελαφρ</i>-<i>ύς</i> αναλογικός [[κατά]] το αντίθετό του <i>βαρ</i>-<i>ύς</i>. Η λ. [[ελαφρός]] σήμαινε ήδη στον Όμηρο και «[[ταχύς]], γρήγορος», [[επειδή]] αυτός που έχει λίγο [[βάρος]], κινείται με [[ευκολία]], [[είναι]] [[ευκίνητος]] και, [[επομένως]], [[ταχύς]]. Η [[σημασία]] όμως αυτή δεν διατηρήθηκε στη νέα Ελληνική].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Anonymous user