ἀγαθύνω: Difference between revisions

6_15
(c2)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] dasselbe, auch schmücken; pass. gut erfunden werden, sich freuen, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] dasselbe, auch schmücken; pass. gut erfunden werden, sich freuen, LXX.
}}
{{ls
|lstext='''ἀγαθύνω''': ὅμοιον τῷ [[ἀγαθόω]]· πρῶτον καὶ [[κυρίως]] ἐν τοῖς Ο΄. 1) τιμῶ, [[μεγαλύνω]], ὑψῶ. (Βασιλ. Γ΄, α΄, 47, Ψαλμ. ν΄, 18): κοσμῶ, τὴν κεφαλὴν (Βασιλ. Δ΄, θ΄, 30). ― παθ. εἶμαι [[εὔθυμος]], ἀγάλλομαι [[μεγάλως]]. Βασιλ. Β΄, ιγ΄, 28, Δανιὴλ ϛ΄ 23 καὶ ἀλλ. 2) [[πράττω]] τὸ καλόν, εὐεργετῶ. Ψαλμ. λε΄, 4· τινὶ = εὐεργετῶ τινα· (ἀλλὰ κατ’ [[ἄλλην]] γραφὴν τινά), ἀγάθυνον Κύριε τοῖς ἀγαθοῖς, αὐτ. ρκδ΄. 4.
}}
}}