3,273,773
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=το / [[στάδιον]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[σπάδιον]], πληθ. και ετερόκλ. στάδιοι, οί, Α<br /><b>1.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) α) [[μονάδα]] μήκους ίση, [[κατά]] τον Ηρόδοτο, με 100 οργιές και 6 πλέθρα, που ισοδυναμούν με 184, 87 σημερινά [[μέτρα]] (α. «εἰς κώμην ἀπέχουσαν σταδίους [[ἑξήκοντα]]», ΚΔ- β. «τὸ [[περίμετρον]] τῆς περιόδου εἰσὶ στάδιοι [[ἑξακόσιοι]] καὶ [[τρισχίλιοι]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) [[αγώνας]] δρόμου που διεξαγόταν στην [[παραπάνω]] [[απόσταση]] (α. «τὸ [[στάδιον]] ἐνίκα Εὐβότας», <b>Ξεν.</b><br />β. «σταδίου [[δρόμος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ειδικά διαρρυθμισμένος για τη [[διεξαγωγή]] αγώνων δρόμου και άλλων αγωνισμάτων (α. «Παναθηναϊκό Στάδιο» β. «ἐν τῷ σταδίῳ ἐνθαρρύνας τὸν Νέστορα», Μηναί)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[μονάδα]] μέτρησης θαλάσσιων αποστάσεων ίση με το 1/10 του ναυτικού μιλίου ή 182, 20 [[μέτρα]], στην [[πράξη]] όμως λαμβανόμενη ίση με 200 [[μέτρα]], κν. γουμενιά<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) το [[χιλιόμετρο]]<br /><b>3.</b> [[επάγγελμα]] ή [[άλλο]] κύριο [[έργο]] με το οποίο απασχολείται [[κανείς]] [[καθώς]] και το αντίστοιχο [[χρονικό]] [[διάστημα]], [[σταδιοδρομία]] (α. «ακολούθησε το διπλωματικό [[στάδιο]]» β. «το πολιτικό του [[στάδιο]] έχει [[πλέον]] λήξει»)<br /><b>4.</b> [[φάση]], [[βαθμίδα]] στην [[εξέλιξη]] μιας ενέργειας ή ενός φαινομένου (α. «η [[υπόθεση]] έχει περάσει από [[πολλά]] στάδια» β. «η [[νόσος]] διέρχεται το κρίσιμο στάδιό της»)<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> οποιαδήποτε διακριτική [[φάση]] αύξησης ή ανάπτυξης ενός οργανισμού<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ στάδια» — σταδιακά, βαθμιαία, κλιμακωτά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμφιθέατρο]] ως [[χώρος]] μαρτυρίου τών μαρτύρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ο [[κόσμος]] («ὁ ἐν τῷ μεγάλω σταδίῳ, τῷ καλῷ κόσμῳ, τὴν ἀληθινὴν νίκην κατὰ πάντων στεφανούμενος τῶν παθῶν», Κλήμ. Αλ.)<br />β) ο [[τωρινός]] [[βίος]], η παρούσα ζωή (α. «[[στάδιον]] δὲ ὁ κοινὸς τῶν ἀνθρώπων [[βίος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «ὁ τὸν παρόντα αἰώνα [[στάδιον]] δικαιοσύνης ἐνστησάμενος», Πράξ. Αποστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επίπεδος]] και [[ανοιχτός]] [[χώρος]] [[κατάλληλος]] για όρχηση («στάδια χλοερὰ πρὸ Παλλάδος ναῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περίπατος]] σε κήπο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν σταδίοις» — σε [[αμφιθέατρο]] <b>επιγρ.</b><br />β) «ξύλινον [[στάδιον]]» — [[άβακας]], [[πίνακας]], [[ταμπλώ]] για [[παιχνίδι]] με πεσσούς, με [[πούλια]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />γ) «ἑκατὸν σταδίοισιν [[ἄριστος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[εκατό]] φορές [[άριστος]], υπερβολικά [[άριστος]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. παράγεται από το επίθ. [[στάδιος]] και εντάσσεται στην [[οικογένεια]] του [[ἵστημι]], [[οπότε]] στη λ. θα [[πρέπει]] να αποδοθεί η αρχική σημ. «αυτό που [[είναι]] μετρημένο, στερεωμένο, παγιωμένο». Σύμφωνα με αυτήν την [[άποψη]], ο δωρ. τ. [[σπάδιον]] προέρχεται από το [[στάδιον]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του οδοντικού -<i>τ</i>- σε χειλικό -<i>π</i>-. Αντίθετα, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[αρχικός]] θεωρείται ο τ. [[σπάδιον]], που συνδέεται με την [[οικογένεια]] του [[σπάω]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>spatium</i>), ενώ ο τ. [[στάδιον]] έχει σχηματιστεί με παρ ετυμολογική [[επίδραση]] του επιθ. [[στάδιος]]. Η Λατινική έχει δανειστεί τον τ. <i>stadium</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |