3,274,216
edits
(13_7_3) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0235.png Seite 235]] ὁ, in der Krasis ion. ὥνθρωπος, att. ἅνθρωπος (Ableitung der Alten schwankt zwischen ἄνω ἀθρεῖν, vom aufwärts gerichteten Blick des Menschen, u. Plat. ἀναθρεῖ ἃ ὄπωπε, Crat. 899 c; richtiger nicht als Zusammensetzung, viell. als Ableitung von dem Stamme ανθ, [[ἄνθος]], [[ἀνθέω]] zu betrachten, vgl. übrigens Lob. paralip. 118), der Mensch zur Bezeichnung der Gattung, sowohl im Ggstz zu den Thieren, als zu den Göttern, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ὲρχομένων τ' ἀνθρώπων Il. 5, 442; auch nach dem Tode noch, die Abgeschiedenen, und die in's Elysische Gefilde Versetzten Od. 4, 565. 568. Daher οἱ ἄνθρωποι, die Menschen, das ganze Menschengeschlecht, μαντήϊα μοῦνα ἐν ἀνθρώποις, die einzigen Orakel in der Welt, Her. 1, 53; τὸν [[ἄριστον]] ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα, die beste Wachtel in der Welt, Plat. Lys. 211 e; vgl. Xen. Mem. 8, 6, 2 καλὸν γὰρ [[εἴπερ]] τι καὶ ἄλλο τῶν ἐν ἀνθρώποις; τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων δεινότατον Dem. 53, 2; u. beim compar., οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀνισώτερον εἶναι Xen. Cyr. 2, 2, 17. So wird dem superlat. ἀνθρώπων zur Verstärkung hinzugesetzt, φθονερὸς ἥκιστ' ἀνθρώπων, am allerwenigsten (unter den Menschen), Plat. Prot. 361 b; ἄριστάγ' ἀνθρώπων Theaet. 148 b; ἀκριβέστατα ἐπίστασαι ἀνθρώπων, am allergenauesten, Hipp. mai. 285 c. Auch ἐξ ἀνθρώπων, z. B. τὰ ἐξ ἀνθρ. πράγματα, unglaublich viel, Theaet. 170 e; αἱ ἐξ άνθρώπων πληγαί, die menschenmöglichsten Prügel, Aesch. 1, 59; Lys. 13, 73 γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο; bes. bei Sp. Cor. Heliod. 2, p. 34. Man vgl. οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται, so weit es für Menschen möglich ist. Plat. Rep. V, 467 c. Uebh. ist [[ἄνθρωπος]], auch mit dem Artikel, die allgemeine Bezeichnung für Men sch, im Deutschen oft durch <b class="b2">man</b> auszudrücken. – Zuweilen tritt noch ein anderes Substantivum mit ursprünglich adjektivischem Begriff dazu, [[ἄνθρωπος]] [[ὁδίτης]], Wandersmann, Il. 16, 263 Od. 13, 123; auch bei Völkernamen, h. Ap. 42. Bei den Attikern hat es in Vrbdg mit Personalbenennungen. die einen Stand, ein Geschäft, ein Volk bezeichnen, meist einen verächtlichen Nebenbegriff, oder in Hinsicht auf menschliche Gebrechlichkeit etwas Bemitleidendes, vgl. Beisp. bei Menke zu Luc. Gall. 18 (wie [[ἀνήρ]] einen ehrenden); [[ἄνθρωπος]] [[ὑφάντης]] Plat. Phaed. 87 b; ὑπογραμματεῖς Lys. 30, 28; ἐπιθυμιῶν παρασκευασταί Plat. Gorg. 518 c; [[κόλαξ]] Dio Chrys. Abweichend πολῖται Xen. Cyr. 8, 7, 14; [[Ἕλλην]] Aesch. 3, 154. So steht auch [[ἄνθρωπος]] allein, verächtlich, bes. von Sklaven, Her. 9, 39; Plat. Prot. 314 e; Dem. 48, 37; u. mit leichtem Vorwurf, ὦ ἄνθρωπε, Mensch! Plat. Prot. 330 d Gorg. 452 b. Vorzugsweise bezeichnet es den Mann, Aesch. 3. 157 πρεσβύτας ἀνθρώπους neben πρεσβύτιδας γυναῖκας; das fem. ἡ [[ἄνθρωπος]] hat zuerst Her. 1, 60, und dann die Redner, gewöhnl. von Sklavinnen, und im verächtlichen Sinne, Antiph. 1, 17; Is. 6, 21; Dem. 19, 197. – Vgl. übrigens [[ἀνήρ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0235.png Seite 235]] ὁ, in der Krasis ion. ὥνθρωπος, att. ἅνθρωπος (Ableitung der Alten schwankt zwischen ἄνω ἀθρεῖν, vom aufwärts gerichteten Blick des Menschen, u. Plat. ἀναθρεῖ ἃ ὄπωπε, Crat. 899 c; richtiger nicht als Zusammensetzung, viell. als Ableitung von dem Stamme ανθ, [[ἄνθος]], [[ἀνθέω]] zu betrachten, vgl. übrigens Lob. paralip. 118), der Mensch zur Bezeichnung der Gattung, sowohl im Ggstz zu den Thieren, als zu den Göttern, ἀθανάτων τε θεῶν χαμαὶ ὲρχομένων τ' ἀνθρώπων Il. 5, 442; auch nach dem Tode noch, die Abgeschiedenen, und die in's Elysische Gefilde Versetzten Od. 4, 565. 568. Daher οἱ ἄνθρωποι, die Menschen, das ganze Menschengeschlecht, μαντήϊα μοῦνα ἐν ἀνθρώποις, die einzigen Orakel in der Welt, Her. 1, 53; τὸν [[ἄριστον]] ἐν ἀνθρώποις ὄρτυγα, die beste Wachtel in der Welt, Plat. Lys. 211 e; vgl. Xen. Mem. 8, 6, 2 καλὸν γὰρ [[εἴπερ]] τι καὶ ἄλλο τῶν ἐν ἀνθρώποις; τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων δεινότατον Dem. 53, 2; u. beim compar., οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἀνισώτερον εἶναι Xen. Cyr. 2, 2, 17. So wird dem superlat. ἀνθρώπων zur Verstärkung hinzugesetzt, φθονερὸς ἥκιστ' ἀνθρώπων, am allerwenigsten (unter den Menschen), Plat. Prot. 361 b; ἄριστάγ' ἀνθρώπων Theaet. 148 b; ἀκριβέστατα ἐπίστασαι ἀνθρώπων, am allergenauesten, Hipp. mai. 285 c. Auch ἐξ ἀνθρώπων, z. B. τὰ ἐξ ἀνθρ. πράγματα, unglaublich viel, Theaet. 170 e; αἱ ἐξ άνθρώπων πληγαί, die menschenmöglichsten Prügel, Aesch. 1, 59; Lys. 13, 73 γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο; bes. bei Sp. Cor. Heliod. 2, p. 34. Man vgl. οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται, so weit es für Menschen möglich ist. Plat. Rep. V, 467 c. Uebh. ist [[ἄνθρωπος]], auch mit dem Artikel, die allgemeine Bezeichnung für Men sch, im Deutschen oft durch <b class="b2">man</b> auszudrücken. – Zuweilen tritt noch ein anderes Substantivum mit ursprünglich adjektivischem Begriff dazu, [[ἄνθρωπος]] [[ὁδίτης]], Wandersmann, Il. 16, 263 Od. 13, 123; auch bei Völkernamen, h. Ap. 42. Bei den Attikern hat es in Vrbdg mit Personalbenennungen. die einen Stand, ein Geschäft, ein Volk bezeichnen, meist einen verächtlichen Nebenbegriff, oder in Hinsicht auf menschliche Gebrechlichkeit etwas Bemitleidendes, vgl. Beisp. bei Menke zu Luc. Gall. 18 (wie [[ἀνήρ]] einen ehrenden); [[ἄνθρωπος]] [[ὑφάντης]] Plat. Phaed. 87 b; ὑπογραμματεῖς Lys. 30, 28; ἐπιθυμιῶν παρασκευασταί Plat. Gorg. 518 c; [[κόλαξ]] Dio Chrys. Abweichend πολῖται Xen. Cyr. 8, 7, 14; [[Ἕλλην]] Aesch. 3, 154. So steht auch [[ἄνθρωπος]] allein, verächtlich, bes. von Sklaven, Her. 9, 39; Plat. Prot. 314 e; Dem. 48, 37; u. mit leichtem Vorwurf, ὦ ἄνθρωπε, Mensch! Plat. Prot. 330 d Gorg. 452 b. Vorzugsweise bezeichnet es den Mann, Aesch. 3. 157 πρεσβύτας ἀνθρώπους neben πρεσβύτιδας γυναῖκας; das fem. ἡ [[ἄνθρωπος]] hat zuerst Her. 1, 60, und dann die Redner, gewöhnl. von Sklavinnen, und im verächtlichen Sinne, Antiph. 1, 17; Is. 6, 21; Dem. 19, 197. – Vgl. übrigens [[ἀνήρ]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄνθρωπος''': ὁ, παρ’ Ἀττ. ἐν κράσει [[ἄνθρωπος]], Ἴων [[ὤνθρωπος]] ἀντὶ ὁ ἄνθρ-. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ [[ἀνήρ]], ἀνδρὸς καὶ ὤψ, ὁ ἔχων ὄψιν ἢ [[πρόσωπον]] ἀνδρός, Pott, Curt., κλπ.). Ἄνθρωπος καὶ ὡς [[ὄνομα]] τοῦ εἴδους καὶ ἐπὶ ἀτόμων, ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεούς, ἀθανάτων τε θεῶν, [[χαμαὶ]] ἐρχομένων τ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ε. 412, κτλ.· ἠὲ πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων, «ἡ πρὸς ἀντὶ τῆς ἀπὸ ἵν’ ᾖ ἀπὸ τῶν πρὸς δυσμὰς ἢ πρὸς ἀνατολάς» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 29· ὁ [[Ὅμηρος]] δίδει τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο ἔτι καὶ εἰς τοὺς θανόντας καὶ εὑρισκομένους ἤδη ἐν τῷ Ἠλυσίῳ πεδίῳ, τῇπερ ῥηΐστη βιοτὴ πέλει ἀνθρώποισιν Ὀδ. Δ. 565: ― [[κόμπος]] οὐ κατ’ ἄνθρωπον Αἰσχύλ. Θ. 425, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 761. 2) ὁ Πλάτ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν μετά τε τοῦ ἄρθρου καὶ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]] [[ὅταν]] ὁμιλῇ ἐν γένει περὶ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρ. θείας μετέσχε μοίρας Πρωτ. 322Α· οὕτω... εὐδαιμονέστατος γίγνεται ἄνθρ. Πολ. 619Β, καὶ ἀλλαχοῦ· ἡ ὑψηλὴ [[ἰδέα]] περὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἰδανικὸν καὶ εὐγενὲς τῆς ἀνθρωπότητος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ θηρία καὶ τά κτήνη. «Οὐκ ἔστι τὸ τυχὸν... ἀνθρώπου ἐπαγγελίαν πληρῶσαι. Τί γάρ ἐστιν [[ἄνθρωπος]]; [[ζῷον]] ... λογικόν. Εὐθὺς ἐν τῷ λογικῷ τίνων χωριζόμεθα; Τῶν θηρίων... τῶν προβάτων καὶ τῶν ὁμοίων. Ὅρα οὖν μή τί πως ὡς [[θηρίον]] ποιήσῃς· εἰδὲ μή, ἀπώλεσας τὸν ἄνθρωπον, οὐκ ἐπλήρωσας τὴν ἐπαγγελίαν» Αρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 3. 3) κατὰ πληθ., τὸ ἀνθρώπινον γένος, ἀνθρώπων, ... ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν Ἰλ. Ι. 134· ἐν τῷ μακρῷ... ἀνθρώπων χρόνῳ Σοφ. Φ. 305. β) συνδυάζεται [[μετὰ]] ὑπερθ. πρὸς ἐπίτασιν, δεινότατος τῶν ἐν ἀνθρώποις ἁπάντων Δημ. 1246. 13· ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις [[ὄρτυξ]], ὁ ἄριστος [[ὄρτυξ]] τοῦ κόσμου, Πλάτ. Λύσ. 211Ε· οὕτω, οἵ γέ μοι τὰ ἐξ ἀνθρώπων πράγματα παρέχουσιν, ἕνα σωρὸν ἐνοχλήσεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Ε· γραφὰς τὰς ἐξ ἀνθρώπων ἐγράφετο Λυσ. 136. 34· αἱ ἐξ ἀνθρώπων πληγαὶ Αἰσχίν. 9. 12· καὶ [[συχν]]. [[ἄνευ]] προθέσ., [[μάλιστα]], ἥκιστα ἀνθρώπων, πλεῖστον ἢ ἐλάχιστον πάντων, Ἡρόδ. 1. 60, Πλάτ. Νόμ. 629Α, Πρωτ. 361Ε· ἄριστά γ’ ἀνθρ., ὀρθότατα ἀνθρ., ὁ αὐτ. Θεαίτ. 148Β, 195Β, κτλ. 4) ἐν συνδυασμῷ μετ’ ἄλλων οὐσιαστ., ὡς συμβαίνει εἰς τὸ [[ἀνήρ]]: ἄνθρ. [[ὁδίτης]] Ἰλ. Π. 263· πολίτας ἀνθρ. Δημ. 609 ἐν τέλ. [[μετὰ]] ὀνομάτων ἐθνῶν, [[πόλις]] Μερόπων ἀνθρώπων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 42· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ [[ἄνθρωπος]] [[συχνάκις]] δίδει εἰς τὸ συνοδεῦον αὐτὸ οὐσιαστικὸν σημασίαν καταφρονητικήν, [[ἄνθρωπος]] [[ὑπογραμματεύς]], ἄνθρ. [[γόης]], ἄνθρ. [[συκοφάντης]]. Λυσ. 186. 6, Αἰσχίν. 48. 33., 52. 35· [[ἄνθρωπος]] [[ὑφάντης]] Πλάτ. Φαίδων 87Β· Μενίππου, Καρός τινος ἀνθρώπου Δημ. 571. 17· - οὕτω, homo histrio, Κικ. π. Ρητ. 2. 46. 5) καὶ περὶ ὑπηρέτου περὶ οὗ ἐγένετο [[λόγος]] πρὸ ὀλίγου, [[μόγις]] οὖν ποτε ἡμῖν [[ἄνθρωπος]] ἀνέῳξε τήν θύραν Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, οὕτω γὰρ ἐκέλευσεν ὁ [[ἄνθρωπος]] Φαίδων 117Ε· ὡς [[ἀστεῖος]], ἔφη, ὁ ἄνθρ. (τινὲς βλέπουσιν [[ἐνταῦθα]] ἐλαφράν τινα εἰρωνείαν, ἀλλὰ δὲν ἔχουσι δίκαιον) [[αὐτόθι]] 116D καὶ ἀλλαχοῦ: [[ὡσαύτως]] μετά τινος αἰσθήματος οἴκτου, τὴν καταδίκην ἐκτέτικε δι’ ἣν τὸν ἄνθρωπον ἀπώλεσε, τὸν κακόμοιρον τὸν ἄνθρωπον, ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Δημ. 543. 26. 6) ἐν τῇ κλητικ. [[συχνάκις]] εἶχε περιφρονητικὴν σημασίαν, ὡς ὅτε ἀπηυθύνετο πρὸς δούλους, ἄνθρωπε ἢ [[ὤνθρωπε]]: - οὔτ’ ἂν ἐγὼ ἐὼν Βελβινίτης ἐτιμήθην οὕτω πρὸς Σπαρτιητέων, οὔτ’ ἂν σύ, [[ὤνθρωπε]], ἐὼν [[Ἀθηναῖος]], [[οὔτε]] σύ, «παλῃάνθρωπε», ὡς θὰ ἐλέγομεν νῦν, Ἡρόδ. 8. 125, 9. 39· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ., ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Σοφ. Αἴ. 791, 1145. 7) [[δοῦλος]], τὸν ἐμὸν ἄνθρωπον Γαλην. τ. 8, σ. 845· - [[ὑπηρέτης]], [[θεράπων]], Μαλαλ. 163. 15, Θεοφάν. 602· ὡς τιμαριωτικὴ [[λέξις]] σημαίνει ὑποτελῆ τιμαριοῦχον, ὑποτελῆ ἄρχοντα, «πείθει [[παραχρῆμα]] ἄνθρωπον [[αὐτοῦ]] γενέσθαι, τὸν τοῖς Λατίνοις συνήθη ὅρκον ἐπομοσάμενον» Ἄννα Κομν. 10. σ. 289. ΙΙ. ὡς θηλ. (καθὼς [[ἐπίσης]] ἐν τῇ Λατιν. τὸ homo [[εἶναι]] καὶ θηλ.), [[γυνή]], πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 1. 60, πρβλ. Ἰσοκρ. 381Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· - περιφρονητικῶς ἐπὶ δούλης, Ἀντιφῶν 113, 16, κτλ.· μετ’ οἴκτου ἐπὶ γυναικὸς ἀναξιοπαθούσης, Δημ. 402. 25: - ἡ [[ἄνθρωπος]] παρὰ Λάκωσιν ἐλέγετο ἀνθρωπώ, ἡ, «ἀνθρωπώ· ἡ γυνὴ παρὰ Λάκωσιν» Ἡσύχ. ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. 733. - Κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἀνήρ]], ὡς τὸ Λατ. homo πρὸς τὸ vir, ἴδε ἐν λ. [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |