πλειονότητα: Difference between revisions
From LSJ
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
η / πλειονότης, -ητος, ΝΑ, πλειότης και πλεονότης Α πλείον / πλέον
το μεγαλύτερο τμήμα πλήθους ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων
αρχ.
1. το μεγαλύτερο μήκος, η μακρότητα
2. η μακρότητα της χορδής του μονοχόρδου.