ἁρπάζω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
(CSV import)
 
Line 57: Line 57:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό ρίζα αρπ- (λατιν. [[rapio]], [[rapax]]). Ἡ δασεία λόγω τοῦ σ. Τό [[θέμα]] ἁρπαγ+j+ω → [[ἁρπάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἁρπαγή]], [[ἁρπάγη]] (=[[γάντζος]], [[τσιγκέλι]]), [[ἁρπαγεύς]], [[ἅρπαξ]], [[ἁρπάγδην]] (=[[ἁρπαχτά]]), [[ἅρπαγμα]] (=[[λεία]]), [[ἁρπαγμός]], [[ἁρπακτήρ]], [[ἁρπακτήριος]], [[ἁρπακτί]], ἁπακτικός, [[ἁρπακτός]], [[ἁρπαλέος]] (=[[ἄπληστος]]), [[ἅρπασμα]], [[ἁρπαστόν]], [[ἁρπαστικός]], [[ἁρπαστός]], [[ἁρπεδόνη]] (=σχοινί γιά κυνήγι), [[ἅρπη]] (=ἁρπακτικό πουλί), [[Ἅρπυιαι]] (στή [[μυθολογία]] ἦταν δαιμόνια φτερωτά, καί ἀλληγορικά ἄνεμοι μέ καταιγίδα), [[ἀνάρπαστος]].
|mantxt=Ἀπό ρίζα αρπ- (λατιν. [[rapio]], [[rapax]]). Ἡ δασεία λόγω τοῦ σ. Τό [[θέμα]] ἁρπαγ+j+ω → [[ἁρπάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἁρπαγή]], [[ἁρπάγη]] (=[[γάντζος]], [[τσιγκέλι]]), [[ἁρπαγεύς]], [[ἅρπαξ]], [[ἁρπάγδην]] (=[[ἁρπαχτά]]), [[ἅρπαγμα]] (=[[λεία]]), [[ἁρπαγμός]], [[ἁρπακτήρ]], [[ἁρπακτήριος]], [[ἁρπακτί]], ἁπακτικός, [[ἁρπακτός]], [[ἁρπαλέος]] (=[[ἄπληστος]]), [[ἅρπασμα]], [[ἁρπαστόν]], [[ἁρπαστικός]], [[ἁρπαστός]], [[ἁρπεδόνη]] (=σχοινί γιά κυνήγι), [[ἅρπη]] (=ἁρπακτικό πουλί), [[Ἅρπυιαι]] (στή [[μυθολογία]] ἦταν δαιμόνια φτερωτά, καί ἀλληγορικά ἄνεμοι μέ καταιγίδα), [[ἀνάρπαστος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[rapere]]'', to [[seize]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.5.1/ 1.5.1],<br>''[[diripiebant]]'', [[they were plundering]] <i>aut</i> <i>or</i> ''[[rapinas faciebant]].'', [[they were committing robberies]]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.101.6/ 6.101.6], [<i>Vat. H.</i> <i>Vatican Homer</i> ἀναρπ.] [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.104.2/ 6.104.2], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ἀναρπ.] ''[[abreptus]]'', [[seized]], [[stolen]].
}}
}}