σκιμαλίζω: Difference between revisions

6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] Einen nasenstübern, übh. Einen schimpflich, verächtlich behandeln, mißhandeln, gleichviel ob mit Worten oder Werken; [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ῥηματίοις σκιμαλίσω, Ar. Ach. 419, Schol. ἐξουθενίσω ἢ χλευάσω, wobei er noch hinzusetzt τῷ μικρῷ δακτυλίῳ ὡς τῶν γυναικείων πυγῶν ἅψομαι, τῶν ὀρνίθων ἀποπειρᾶσθαι εἰ ὠοτοκοῦσιν (das Huhn betasten, wie [[βλιμάζω]]); nach B. A. 48 = καταδακτυλίζειν, τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπ τεσθαι; καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν, Ar. Pax 544, wo das Nasenstübern genauer beschrieben wird; ποδί, mit dem Fuße stoßen, D. L. 7, 17. – [Ueber die Quantität der ersten Sylbe entscheiden die Stellen des Ar. Nichts.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0898.png Seite 898]] Einen nasenstübern, übh. Einen schimpflich, verächtlich behandeln, mißhandeln, gleichviel ob mit Worten oder Werken; [[ὅπως]] ἂν αὐτοὺς ῥηματίοις σκιμαλίσω, Ar. Ach. 419, Schol. ἐξουθενίσω ἢ χλευάσω, wobei er noch hinzusetzt τῷ μικρῷ δακτυλίῳ ὡς τῶν γυναικείων πυγῶν ἅψομαι, τῶν ὀρνίθων ἀποπειρᾶσθαι εἰ ὠοτοκοῦσιν (das Huhn betasten, wie [[βλιμάζω]]); nach B. A. 48 = καταδακτυλίζειν, τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ [[πέλας]] ἕδρας ἅπ τεσθαι; καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν, Ar. Pax 544, wo das Nasenstübern genauer beschrieben wird; ποδί, mit dem Fuße stoßen, D. L. 7, 17. – [Ueber die Quantität der ersten Sylbe entscheiden die Stellen des Ar. Nichts.]
}}
{{ls
|lstext='''σκιμᾱλίζω''': μέλλ. Ἀττ. –ιῶ, [[ἐμπαίζω]], περιπαίζω, περιγελῶ, «μουτζώνω», «φασκελώνω», κτυπῶ μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον εἰς τὴν μύτην (πρὸς ὕβριν), τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 549· ῥηματίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 444· σκ. ποδί, [[λακτίζω]], «κλωτσῶ», Διογ. Λ. 7. 17· ― ἑρμηνεύεται ὡς Ἀττ. ἰσοδύναμον τῷ κοινῷ Ἑλλην. [[καταδακτυλίζω]] παρὰ Μοίρ. 360, Α. Β. 48, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑτέραν ἑρμηνείαν παρέχει ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ., δηλ., ὑψώνω τὸν [[μέσον]] δάκτυλον (μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας), ἴδε Ἰουβεν. 10. 53, Μαρτ. 2. 28· καλεῖται digitus infamis παρὰ τῷ Περσ. 2. 33. [Ἡ [[ποσότης]] τῆς συλλαβ. σκι- δὲν [[εἶναι]] ὡρισμένη].
}}
}}