3,251,689
edits
(13_4) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] aus voller Kehle, [[λάρυγξ]], schreien, Dem. 18, 291, was Harpocr. erkl. πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι; vgl. λαρυγγιῶ καὶ Νικίαν ταράξω, überschreien, Ar. Equ. 358; Ath. IX, 383 f; ἐπηρμένῃ φωνῇ λαρυγγίζων Luc. amor. 36. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0017.png Seite 17]] aus voller Kehle, [[λάρυγξ]], schreien, Dem. 18, 291, was Harpocr. erkl. πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι; vgl. λαρυγγιῶ καὶ Νικίαν ταράξω, überschreien, Ar. Equ. 358; Ath. IX, 383 f; ἐπηρμένῃ φωνῇ λαρυγγίζων Luc. amor. 36. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λᾰρυγγίζω''': Ἀττ. μέλλ. -ιῶ, [[κραυγάζω]] ἰσχυρῶς, [[κράζω]] δυνατά, Δημ. 323. 1· «λαρυγγίζων· λάρυγγα θεραπεύων» (Ἡσύχ.), Λουκ. Ἔρωτες 36· - [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ.: «λαρυγγίζειν, τὸ πλατύνειν τὴν φωνὴν καὶ μὴ κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι, ἀλλ’ ἐπιτηδεύειν περιεργότερον τῷ λάρυγγι χρῆσθαι»· - ἐπὶ τοῦ [[κόρακος]], [[κρώζω]], Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω [[λαρυγγισμός]], ὁ, ἐν Πλουτ. 2. 129Α)· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φωνάζω, τάδε Ἀθήν. 383F. ΙΙ. μεταβ., καταβοῶ, φωνάζω δυνατώτερα καὶ [[κάμνω]] τινὰ νὰ σιωπήσῃ, [[κατασιγάζω]], λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ἀριστοφ. Ἱππ. 358. | |||
}} | }} |