ἐπεύχομαι: Difference between revisions

6_5
(13_7_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ [[θῦμα]] [[ἑλεῖν]] Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, [[μόρον]] ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; [[ὅρκος]] μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς [[μήτε]] γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; [[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα [[θράσος]] Rhes. 693; ἣν [[οὔποτε]] ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0918.png Seite 918]] 1) beten zu einer Gottheit, ihr Gelübde machen, θεοῖς, νοστῆσαι Ὀδυσῆα, zu den Göttern flehen, daß Odysseus zurückkehre, Od. 14, 423, wie Διΐ, Ἀρτέμιδι; so ματρί Pind. P. 3, 77; τοιαῦτ' ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς Aesch. Spt. 261; Ἡλίῳ – ἐχθροὺς τίνειν Ag. 1296; Νύμφαις ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας ἱκέσθαι Soph. Phil. 1456; τοῖσι θεοῖσιν διδόναι πλοῦτον τοῖς Ἕλλησιν Ar. Par 1285; τῷ θεῷ τὸ κεχαρισμένον αὐτῷ [[θῦμα]] [[ἑλεῖν]] Plat. Critia. 119 d; Folgde, wie πᾶσι θεοῖς, εὐτυχίαν μοι δοῦναι Dem. 18, 141; oft absolut, wie τάσδ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Soph. O. C. 485; dazu, dabei flehen, Eur. Hec. 542. Erst Sp. auch mit dem acc. der Person, anflehen, θεούς Aristaen. 2, 2; Xen. Cyn. 1, 12. – Geloben, [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τρόπαια Aesch. Spt. 258; – anwünschen, bes. etwas Böses, [[μόρον]] ἄφερτον Πελοπίδαις Aesch. Ag. 1582; [[ὅρκος]] μεγάλας ἀρὰς ἐπευχόμενος τοῖς ἀπειθοῦσι Plat. Critia. 119 e, vgl. Legg. XI, 931 b; καὶ ἐπεύχεται αὐτοῖς [[μήτε]] γῆν καρποὺς φέρειν Aesch. 3, 111, bei Sp. auch Gutes, wie εὐτυχίαν τινί Plut. Galb. 18. – 2) sich damit rühmen, prahlen, Il. 5, 119 u. öfter, δοιοῖσιν, Ἱππασίδῃσιν 11. 431; c. inf. Aesch. Ag. 1235; c. partic., Eum. 58; [[Ἄργος]] πατρίδ' ἐμήν. I. T. 508, μέγα [[θράσος]] Rhes. 693; ἣν [[οὔποτε]] ἐπεύξεταί τις ῥαστώνῃ παραλαβεῖν Plat. Epin. 991 c.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπεύχομαι''': Ἀποθ., [[εὔχομαι]], [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ, δέομαι, [[ἱκετεύω]], [[μετὰ]] δοτ., θεοῖς Διῒ Ὅμ., Ἡρόδ., κλπ.· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1024, ἐπεύχεσθαι θεοῖς, προσφέρειν αὐτοῖς εὐχαριστίας·- μετ’ ἀπαρ., [[ἱκετεύω]] τινὰ ἵνα..., ἐπεύχετο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα Ὀδ. Ξ. 423, Υ. 238, πρβλ. Σοφ. Φιλ. ἐν τέλει, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1230, κτλ.· κατθανεῖν ἐπηυχόμην Σοφ. Τρ. 16· ἐπ. εὐορκοῦντι [[εἶναι]] ἀγαθὰ Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13.22, πρβλ. Αἰσχίν. 69.15·- μετ’ αἰτ. πράγμ., [[εὔχομαι]] [[ὅπως]] μοι ἐπέλθῃ τι, μηδὲν θανάτου μοῖραν ἐπεύχου τοῖσδε βαρυνθεὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1462· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐπ. λιτὰς Σοφ. Ο. Κ. 484· τοιαῦτα θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 279·- βραδύτερον μετ’ αἰτ. προσώπου ἐπ. θεοὺς Ξεν. Ἐφ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2.2. II. ποιοῦμαι εὐχήν, «τάζω», «[[κάμνω]] τάμμα», μετ’ ἀπαρ. μέλλ., [[ἐπεύχομαι]] θήσειν τροπαῖα Αἰσχύλ. Θήβ. 276. ΙΙΙ. [[κατεύχομαι]], καταρῶμαι, [[μόρον]]… Πελοπίδαις ἐπεύχεται ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1600, πρβλ. 501, Χο. 112· ἀρὰς τοῖς ἀπειθοῦσιν Πλάτ. Κριτίας 119Ε· μετ’ ἀπαρ., [[ἐπεύχομαι]] αὐτῷ παθεῖν Σοφ. Ο. Τ. 249· ἀπολ., ἐπαρὰς ποιοῦμαι, καταρῶμαι, μή ’πεύξῃ [[πέρα]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1286. πρβλ. Τρ. 809·- σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐπ. εὐτυχίαν τινὶ Πλουτ. Γάλβ. 18, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 481. IV. καυχῶμαι ἐπί τινι, [[σήμερον]] ἢ δοιοῖσιν ἐπεύξεαι Ἱππασίδῃσι τοιώδ’ ἄνδρε κατακτείνας…, ἤ κεν κτλ, «[[σήμερον]] ἢ δυσὶν υἱοῖς τοῦ Ἱππάσου ἐπικαυχήσῃ ἄνδρας τοιούτους ἀνελὼν…, ἢ κτλ. (Θ. Γαζῆς) Ἰλ. Λ. 431· ἀπολ., Ε. 119. 2) μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 287, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1262, Εὐμ. 58, κτλ.· Ἄργος πατρίδ’ ἐμὴν ἐπ. ἐξυπ. [[εἶναι]] Εὐρ. Ι. Τ. 508· [[μετὰ]] μετοχ., [[μήποτε]] ἐκφυγὸν ἐπεύξηται. καυχηθῇ ὅτι..., Πλάτ. Σοφ. 235C. 3) μετ’ αἰτ., τίς ὃς μέγα [[θράσος]] ἐπεύξεται χεῖρα φυγὼν ἐμάν; τίς [[εἶναι]] [[ἐκεῖνος]] [[ὅστις]] θὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ μεγάλῃ τόλμῃ [[αὐτοῦ]] ὅτι διέφυγε τὴν χεῖρά μου; Εὐρ. Ρῆσ. 693.
}}
}}