3,274,873
edits
(13_6a) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0596.png Seite 596]] (s. [[πνέω]]), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0596.png Seite 596]] (s. [[πνέω]]), 1) durchwehen; αὔραις διαπνεῖσθαι, Xen. Symp. 2, 25; Arist. u. Folgde. – 2) auseinanderwehen, verwehen, bes. pass., διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Plat. Phaed. 80 c; Arist.; von Blumen, verriechen, Theophr.; übh. verdampfen, ausdünsten, Medic.; Sp. brauchen auch das act. in der Bdtg zerfließen, verschwinden. – 3) dazwischen Athem holen, sich erholen, ἐκ δυσχερείας, Pol. 31, 16; absol., Plut. Cim. 12. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαπνέω''': Ἐπ. -[[πνείω]], μέλλ. -πνεύσομαι· ― [[πνέω]], φυσῶ διὰ μέσου, ἐπὶ ἀέρος, δ. τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. Προβλ. 38. 3, πρβλ. Μετεωρ. 3. 1. 1, κτλ. ― Παθ., αὔραις διαπνεῖσθαι Ξεν. Συμπ. 2, 25, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 6. ΙΙ.[[ἀναπνέω]] ἐν τῷ [[μεταξύ]], «ἀνασαίνω», «παίρνω ἀνάσα», [[ἀναλαμβάνω]], ὡς τὸ [[ἀναπνέω]], Πλούτ. Κίμ. 12· ἔκ τινος Πολύβ. 31. 16, 1. ΙΙΙ. ἀμεταβ., διασκορπίζομαι ἐν εἴδει ἀτμῶν, ἐξατμίζομαι, Ἀριστ. Πολ. 17, 7, Ζ. Μ. 3. 8, 5, κ. ἀλλ.· οὕτω, IV. Παθ., διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 80C· δ. καὶ σήπεται τὸ [[σῶμα]] Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 5, 24. 2) ἱδρώνω, Γαλην.· καὶ ἐπὶ φυτῶν, ἀναδίδω ἀέρια, ὀσμήν, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 1, 3. | |||
}} | }} |