3,274,919
edits
(13_7_3) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1412.png Seite 1412]] fut. κερῶ, äol. u. ep. κέρσω, aor. ἔκειρα, p. ἔκερσα, perf. pass. κέκαρμαι, aor. ἐκάρην, auch ἐκέρθην, <b class="b2">scheeren</b>; a) eigentlich, das Haar abscheeren, abschneiden; σοί τε κόμην κερέειν Il. 23, 146; häufiger im med., κείροντο δὲ χαίτας Od. 24, 46, wie κείρασθαι κόμην 4, 198, sich das Haar scheeren; absol., κείρεσθαι, sich scheeren, Il. 23, 136; immer ein Zeichen der Trauer, bes. um Verstorbene; πλόκαμοι κερθέντες Pind. Ol. 4, 82; ὧν ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Eur. Hel. 1134; ἐμὰν λευκόχροα κείρομαι κόμαν Phoen. 326; absol., κείρασθε, συμπενθήσατε Herc. Fur. 1390, wie Aesch. ἐφ' οἷς ἡ [[πόλις]] ἐπένθησε καὶ ἐκεί. ρατο 3, 211; Arist. rhet. 3, 10 u. A.; σφέας αὐτοὺς κείροντες καὶ τοὺς ἵππους Her. 9, 24; ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς 2, 36; Folgde. Nach Phryn. κείρασθαι von Menschen, [[καρῆναι]] von Schaafen und anderen Thieren, vgl. Lob. ib. 319 u. B. A. 103; aber Plut. sagt τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων, Lys. 1. – b) auch von anderen Dingen, abschneiden; δοῦρ' [[ἐλάτης]] κέρσαντες, Fichtenholz abhauen, Il. 24, 450; πολλὴν μὲν ὕλην τῆς βαθυῤῥίζου δρυὸς κείραντα Soph. Trach. 1186; ὁπότ' ἐκ λειμῶνος ἐΰπνοα λείρια κέρσοι Hosch. 2, 32; Her. sagt ἔκειρε τὸ [[οὖρος]], 7, 131, er rasirte das Gebirge, hieb alle Waldung um; übertr., μηδ' Ἀφροδίτας εὐνάτωρ [[Ἄρης]] κέρσειεν [[ἄωτον]] Aesch. Suppl. 652, vgl. Ch. 170. 187. – c) von Thieren, abfressen, abweiden; [[λήϊον]], δημόν, Il. 11, 560. 21, 204; γῦπε [[ἧπαρ]] ἔκειρον, zwei Geier fraßen die Leber ab, Od. 11, 578; Luc. D. D. 1, 1 D. Hort. 30, 1; ἔνθ' εἰσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον Soph. Ai. 55, er mordete die gehörnte Heerde; – κτήματα κείρειν, Hab und Gut aufzehren, Od. 2, 312. 22, 369 u. sonst; auch ohne κτήματα, 1, 378. 2, 143. – d) übh. verwüsten, vernichten, vertilgen; μάχης ἐπὶ μήδεα κείρειν, den Kampf verderben, Jemanden am Kämpfen hindern, Il. 15, 467. 16, 120; Länder, Städte u. dgl., wo wieder an ein Umhauen der Bäume u. ein Abschneiden des Getreides zu denken ist; νυχίαν πλάκα κερσάμενος Aesch. Pers. 914; ἐςβαλὼν ἔκειρε τὸ [[τέμενος]] τῶν θεῶν Her. 6, 75, vgl. 99; pass., ἡ Ἀττικὴ ἐκείρετο ὑπὸ τοῦ πεζοῦ 8, 65; οὐδ' ἄρα τὴν Ἑλλάδα Ἕλληνες ὄντες κεροῦσιν Plat. Rep. V, 471 b. – Verwandt ist [[ξύρω]], vgl. Buttmann Lexil. II p. 264. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1412.png Seite 1412]] fut. κερῶ, äol. u. ep. κέρσω, aor. ἔκειρα, p. ἔκερσα, perf. pass. κέκαρμαι, aor. ἐκάρην, auch ἐκέρθην, <b class="b2">scheeren</b>; a) eigentlich, das Haar abscheeren, abschneiden; σοί τε κόμην κερέειν Il. 23, 146; häufiger im med., κείροντο δὲ χαίτας Od. 24, 46, wie κείρασθαι κόμην 4, 198, sich das Haar scheeren; absol., κείρεσθαι, sich scheeren, Il. 23, 136; immer ein Zeichen der Trauer, bes. um Verstorbene; πλόκαμοι κερθέντες Pind. Ol. 4, 82; ὧν ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Eur. Hel. 1134; ἐμὰν λευκόχροα κείρομαι κόμαν Phoen. 326; absol., κείρασθε, συμπενθήσατε Herc. Fur. 1390, wie Aesch. ἐφ' οἷς ἡ [[πόλις]] ἐπένθησε καὶ ἐκεί. ρατο 3, 211; Arist. rhet. 3, 10 u. A.; σφέας αὐτοὺς κείροντες καὶ τοὺς ἵππους Her. 9, 24; ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς 2, 36; Folgde. Nach Phryn. κείρασθαι von Menschen, [[καρῆναι]] von Schaafen und anderen Thieren, vgl. Lob. ib. 319 u. B. A. 103; aber Plut. sagt τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων, Lys. 1. – b) auch von anderen Dingen, abschneiden; δοῦρ' [[ἐλάτης]] κέρσαντες, Fichtenholz abhauen, Il. 24, 450; πολλὴν μὲν ὕλην τῆς βαθυῤῥίζου δρυὸς κείραντα Soph. Trach. 1186; ὁπότ' ἐκ λειμῶνος ἐΰπνοα λείρια κέρσοι Hosch. 2, 32; Her. sagt ἔκειρε τὸ [[οὖρος]], 7, 131, er rasirte das Gebirge, hieb alle Waldung um; übertr., μηδ' Ἀφροδίτας εὐνάτωρ [[Ἄρης]] κέρσειεν [[ἄωτον]] Aesch. Suppl. 652, vgl. Ch. 170. 187. – c) von Thieren, abfressen, abweiden; [[λήϊον]], δημόν, Il. 11, 560. 21, 204; γῦπε [[ἧπαρ]] ἔκειρον, zwei Geier fraßen die Leber ab, Od. 11, 578; Luc. D. D. 1, 1 D. Hort. 30, 1; ἔνθ' εἰσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον Soph. Ai. 55, er mordete die gehörnte Heerde; – κτήματα κείρειν, Hab und Gut aufzehren, Od. 2, 312. 22, 369 u. sonst; auch ohne κτήματα, 1, 378. 2, 143. – d) übh. verwüsten, vernichten, vertilgen; μάχης ἐπὶ μήδεα κείρειν, den Kampf verderben, Jemanden am Kämpfen hindern, Il. 15, 467. 16, 120; Länder, Städte u. dgl., wo wieder an ein Umhauen der Bäume u. ein Abschneiden des Getreides zu denken ist; νυχίαν πλάκα κερσάμενος Aesch. Pers. 914; ἐςβαλὼν ἔκειρε τὸ [[τέμενος]] τῶν θεῶν Her. 6, 75, vgl. 99; pass., ἡ Ἀττικὴ ἐκείρετο ὑπὸ τοῦ πεζοῦ 8, 65; οὐδ' ἄρα τὴν Ἑλλάδα Ἕλληνες ὄντες κεροῦσιν Plat. Rep. V, 471 b. – Verwandt ist [[ξύρω]], vgl. Buttmann Lexil. II p. 264. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κείρω''': (Αἰολ. κέρρω): μέλλ. κερῶ, Πλάτ. Πολ. 471Α, Ἰων. κερέω Ἰλ.Ψ. 146 (Δωρ. κέρσω): ἀόρ. ἔκειρα Ἀττ., Ἐπικ. ἔκερσα Ἰλ. Ν. 546, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665 (Λυρ.): πρκμ. κέκαρκα (περι-) Λουκ. Συμπ. 32.‒ Μεσ., μέλλ. κεροῦμαι Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἐκειράμην Ἀττ., Ἐπικ. ἐκερσάμην Καλλ. Ἀποσπ. 311, Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Λυρ.).‒ Παθ., ἀόρ. αʹ μετοχ. κερθεὶς Πινδ. Π. 5. 146· ἀόρ. βʹ ὑποτ. κᾰρῇ Ἡρόδ. 4. 127, κᾰρῆναι, καρεὶς Λουκ. Σολοικ. 6, Πλούτ.: πρκμ. κέκαρμαι Ἡρόδ. 2. 36, Ἀττ. ὑπερσυντ. ἐκερκάμην Λουκ. (Ἐκ τῆς √ ΚΕΡ ἢ ΚΑΡ ἢ [[μᾶλλον]] ΣΚΕΡ, ΣΚΑΡ, Ἀρχ. Σκανδιν. skera, Ἀγγλο-Σαξον. scêran, Ἀρχ. Γερμ. skiru, schere, shear), ὡς ἐν τῷ μέλλ. κερῶ: ἀόρ. καρῆναι, [[ὁπόθεν]] [[ὡσαύτως]] κέρμα, κορμός, κουρά, κοῦρος, [[κεραΐζω]]· πρβλ. Σανσκρ. śar, śri-nâmi (dirumpo, laedo), śi-ri (gladius), kar-tari (forfex)· Λατ. cur-tus, καὶ [[ἴσως]] cul-ter (πρβλ. Σαβ. curis, quiris)· Γοτθ. hair-us ([[μάχαιρα]]), Ἀρχ. Σκανδιν. hiör, Ἀρχ. Σαξον. her-u). Κόπτω τὴν κόμην, ἀφίνω αὐτὴν βραχεῖαν, σοί τε κόμην κερέειν, ὡς προσφορὰν εἰς τὸν ποταμὸν Σπερχειόν, Ἰλ. Ψ. 146, πρβλ. Παυσ. 1. 37, 3· κ. ἐν χροῒ τὰς τρίχας, [[κόπτω]] τὰς τρίχας [[μέχρι]] δέρματος, [[ξυρίζω]], Ἡρόδ. 4. 175· ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Εὐρ. Ἑλ. 1124 (λυρ.)·‒ κοινότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[ἀποκόπτω]] τὴν κόμην μου ἢ βάλλω νὰ μοῦ ἀποκόψωσι τὴν κόμην, ὡς ἐγίνετο ἐπὶ μεγάλου πένθους (πρβλ. [[κουρά]]), τοῦτο… [[γέρας]] οἶον ὀϊζυροῖσι βροντοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾿ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Ὀδ. Δ. 198· κείροντο χαίτας Ω. 46· ὅρα τὰς τελετὰς ἐπὶ τῇ κηδείᾳ τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ψ. 46, 135-153· οὕτω, πολύν σοι βοστρύχων πλόκαμoν κεροῦμαι Εὐρ. Τρῳ. 1183· κείρομαι πένθει κόμαν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 326· οὕτω καὶ ἀπολ., [[ἀποκόπτω]] τὴν κόμην τινός, κείρασθε, συμπενθήσατ᾿ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1390· ἐφ᾿ ἧς ἡ [[πόλις]] ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο Αἰσχίν. 84. 14, κτλ.· ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Λυσ. 196. 11· παρὰ τοῖς Κωμικ., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, κείρομαι [[μέχρι]] τοῦ δέρματος, Εὔβουλος ἐν «Δολ.»·‒ Παθ., βοστρύχους κεκαρμένους Εὐρ. Ἠλ. 515· κουρᾷ… πενθίμῳ κεκ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 458· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς [[κόμης]], ἀποκόπτομαι, πλόκαμοι κερθέντες Πινδ. Π. 4. 146· ἴδε ἐν λ. [[κουρά]], [[κομάω]]. 2) [[κείρω]] ἢ [[ξυρίζω]] τινά, αὐτοὺς σφέας καὶ τοὺς ἵππους, εἰς ἔνδειξιν πένθους, Ἡρόδ. 9. 24· κεράρθαι τὰς κεφαλάς, νὰ «κουρευθῶσιν», ὁ αὐτ. 2. 36· Θρᾳκιστὶ κεκάρθαι Θεόκρ. 14. 36· ἴδε χρὼς Ι. 2 καὶ ἐγκυτί.‒ [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχ. 319, κείρεσθαι εὔχρηστον ἐπὶ ἀνθρώπων κειρομένων ἑκουσίως, καρῆναι ἐπὶ προσώπων καὶ ἐπὶ ἀναγκαστικῆς κουρᾶς πρὸς ἀτίμωσιν (ἐπ᾿ ὀΐων καὶ ἐπὶ ἀτίμου κουρᾶς)· πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Διον.» 2, μάχαιραι κούριδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας· καὶ [[ὅμως]] εἴρηται παρὰ Πλουτ. Λυσ. 1, τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων. ΙΙ. [[ἀποκόπτω]], [[ἀποτέμνω]], δρέπομαι, δοῦρ᾿ [[ἐλάτης]] κέρσαντες Ἰλ. Ω. 450· ὕλην Σοφ. Τρ. 1196· ἐκ λειμῶνος λείρια κ. Μόσχ. 2. 32·‒ μεταφορ., ἐκ λεχέων κ. μελιαδέα ποίαν, [[δρέπω]] ἡδονὴν ἐκ…, Πινδ. Π. 9. 64· ἥβας [[ἄνθος]] ἄδρεπτον ἔστω μηδ᾿… Ἄρης κέρσειεν [[ἄωτον]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665, πρβλ. Πέρσ. 921. 2) ἐρημώνω χώραν τινά, ἰδίως κατακόπτων τὰ σιτηρὰ καὶ τὰ κάρπιμα δένδρα (πρβλ. [[τέμνω]], δενδροτομῶ), τὸ [[πεδίον]] Ἡρόδ. 5. 63· [[τέμενος]] 6. 75· τὴν γῆν [[αὐτόθι]] 99, Θουκ. 1. 64· πρβλ. [[περικόπτω]] 2·‒ [[ὡσαύτως]], [[καθαρίζω]] ἀπὸ δένδρων καὶ δασῶν χώραν τινὰ πρὸς ὁδοποιΐαν, Ἡρόδ. 7. 131.‒ Παθ., ἐπὶ χώρας, ἐρημοῦμαι, καρῆναι ὁ αὐτ. 4. 127, πρβλ. 8. 65.‒ Μεσ., χθὼν πεύκας κειραμένη, ἔχουσα κεκομμένας τὰς πεύκας της, Ἀνθ. Π. 9. 106, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 154· μεταφορ., κείρασθαι δόξαν, ἀπώλεσα τὴν δόξαν μου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 203·‒ [[ὡσαύτως]], Ἄρης νυχίαν πλάκα κερσαμένος, ἐρημώσας τὴν πεδιάδα (διὰ τοῦ φόνου τῶν ἀνδρῶν), Αἰσχύλ. Πέρσ. 952. ΙΙΙ. [[καθόλου]], [[καταστρέφω]], [[ἀφανίζω]], [[ἑπομένως]], 1) σπαράττω, [[τρώγω]] ἀπλήστως, Λατ. depasci, ἐπὶ ζῴων, κείρει τ᾿ εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον [[ὄνος]] Ἰλ. Λ. 560· ἐπὶ ἰχθύος, δημὸν… ἐπινεφρίδιον κείροντες Φ. 204· ἐπὶ γυπῶν, [[ἧπαρ]] ἔκειρον (immortale jecur tondens, Οὐεργ.), Ὀδ. Λ. 578, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἔκειρε πολύκερων φόνον, δηλ. κατέσφαξε πολλὰ κερασφόρα ζῷα, Σοφ. Αἴ. 55. 2) [[κείρω]] κτήματα, βίοτον, ἀπλήστως ἐσθίω (ἐξ οὗ κατὰ τὸν Εὐστάθ. καὶ ὁ [[κόρος]]), ἐκείρετο πoλλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ᾿ ἐμὰ Ὀδ. Β. 312· ἔκειρον κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροις Χ. 369, κτλ.· ἀπολ., κείρετε (δηλ. βίοτον) Α. 378, Β. 143. | |||
}} | }} |