Anonymous

ἀπερυθριάω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(c2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
}}