3,274,921
edits
(13_6b) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] (s. [[τυγχάνω]]), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]], was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] (s. [[τυγχάνω]]), dazu kommen, zufällig treffen, begegnen, εἰ δέ τις κακότας προστύχῃ, Pind. frg. 177; erlangen, προστυχόντι τῶν ἴσων, Soph. Phil. 548, vgl. El. 1455; τὰ προστυχόντα ξένια, Eur. Alc. 757; u. in Prosa: [[ἤδη]] γὰρ καὶ ἐγὼ τούτων συχνοῖς προσέτυχον, Plat. Soph. 246 b; Polit. 262 b; τὸ προστυχόν, Tim. 61 e; εἰ πράξει τὸ προστυχὸν [[ἑκάστοτε]], was sich immer darbietet, Legg. XII, 962 c, ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρείσθω, Dem. 25, 96; Sp., ὅπλοις αὐτοσχεδίοις καὶ τοῖς προστυχοῦσιν ὡπλίζετο, Hdn. 7, 12, 2; dah. τὸ προστυχόν, das Zufällige, das Ungefähr, ἐκ τοῦ προστυχόντος, von Ungefähr, durch einen Zufall, Plut. de Pyth. or. 25. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προστυγχάνω''': [[λαμβάνω]], [[μερίδιον]], ἐκ..., [[ἐπιτυγχάνω]], προστυχόντι τῶν ἴσων, κατὰ τὸν Nauck, ἀφοῦ εἶχον τὴν αὐτὴν τύχην [[μετὰ]] σοῦ, δηλ. ἀφοῦ προσωρμίσθην εἰς τὴν αὐτὴν [[ἀκτήν]], Σοφ. Φιλ. 552· ἐμοῦ κολαστοῦ προστυχὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1463· [[μετὰ]] δοτ., συναντῶ τι, [[ἐπιτυγχάνω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 844Β, 893Ε, Πολιτ. 262Β, πρβλ. Σοφιστ. 246Β. 2) ἐπὶ γεγονότων, [[συμβαίνω]] εἴς τινα, ἄτα πρ. τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 171. 4. 3) ἀπολ., ὁ προστυγχάνων, ὁ προστυχών, ὁ πρῶτος τυχών, ὁ πρῶτος [[ἄνθρωπος]] ὃν συναντᾷ τις, ὡς τὸ ὁ τυχών, ὁ ἐπιών, Πλάτ. Νόμ. 808Ε. 914ΑΒ, πρβλ. Θουκ. 1. 97· τὰ προστυχόντα ξένια, ὅ, τι παρατίθεται εἰς τὸν ξένον, πρὸς τροφήν του, Εὐρ. Ἄλκ. 754· τὸ προστυχὸν Πλάτ. Τίμ. 34 C· τὸ πρ. [[ἑκάστοτε]] ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 962C· - ἐκ τοῦ προστυχόντος, κατὰ τύχην, Πλούτ. 2. 150D, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐκ τοῦ προχείρου, ex tempore, [[αὐτόθι]] 407Β· οὕτω, κατὰ τὸ πρ. Διον. Ἁλ. 7. 1, ἐν τέλ. - Πρβλ. [[παρατυγχάνω]]. | |||
}} | }} |