δανός: Difference between revisions

6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0522.png Seite 522]] (Wurzel δαF-, [[δαίω]] brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, <b class="b2">trocken</b>. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0522.png Seite 522]] (Wurzel δαF-, [[δαίω]] brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, <b class="b2">trocken</b>. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῦρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ θέρους ἐκπεπρισμένα.
}}
{{ls
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
}}
}}