ἐνστέλλω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνστέλλω''': [[ἐνδύω]]: - Παθ., ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος ἐνδεδυμένος στολὴν ἱππέως, Ἡρόδ. 1. 80.
|lstext='''ἐνστέλλω''': [[ἐνδύω]]: - Παθ., ἱππάδα στολὴν ἐνεσταλμένος ἐνδεδυμένος στολὴν ἱππέως, Ἡρόδ. 1. 80.
}}
{{bailly
|btext=revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[στέλλω]].
}}
}}