εὐημερέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐημερέω''': ([[εὐήμερος]]) [[διέρχομαι]] εὐτυχεῖς ἡμέρας, Σοφ. Ἠλ. 653· καὶ ταῖσι Θήβαις εἰ [[τανῦν]] εὐημερεῖ [[καλῶς]] τὰ πρὸς σέ, καὶ εἰ τὰ πάντα νῦν μεταξὺ σοῦ καὶ τῶν Θηβῶν βαίνουσι κατ’ εὐχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 616· τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως, ἡ [[εὐημερία]] αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 13· πόλεις εὐημεροῦσαι [[αὐτόθι]] 6. 8. 22· εὐημερεῖν καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 1· ἀντίθετ. τῷ χαλεπῶς ἔχειν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 10, πρβλ. 18, 1 κἑξ.· εὐ. τοῖς σώμασι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, Αἰσχίν. 36. 18· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[νικᾶν]], μετ’ αἰτ., π.χ., τραγῳδίαν εὐημερεῖν Ἀθήν. 577D, πρβλ. 484D· [[ἀκρόαμα]] εὐημεροῦν Πλούτ. 2. 521F.
|lstext='''εὐημερέω''': ([[εὐήμερος]]) [[διέρχομαι]] εὐτυχεῖς ἡμέρας, Σοφ. Ἠλ. 653· καὶ ταῖσι Θήβαις εἰ [[τανῦν]] εὐημερεῖ [[καλῶς]] τὰ πρὸς σέ, καὶ εἰ τὰ πάντα νῦν μεταξὺ σοῦ καὶ τῶν Θηβῶν βαίνουσι κατ’ εὐχήν, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 616· τὸ εὐημεροῦν τῆς πόλεως, ἡ [[εὐημερία]] αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 13· πόλεις εὐημεροῦσαι [[αὐτόθι]] 6. 8. 22· εὐημερεῖν καὶ τροφὴν ἄφθονον ἔχειν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 1· ἀντίθετ. τῷ χαλεπῶς ἔχειν, [[αὐτόθι]] 8. 12, 10, πρβλ. 18, 1 κἑξ.· εὐ. τοῖς σώμασι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 4. 6, 16. 2) [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, Αἰσχίν. 36. 18· [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[νικᾶν]], μετ’ αἰτ., π.χ., τραγῳδίαν εὐημερεῖν Ἀθήν. 577D, πρβλ. 484D· [[ἀκρόαμα]] εὐημεροῦν Πλούτ. 2. 521F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couler des jours heureux;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> avoir du bonheur <i>ou</i> de la chance, prospérer, réussir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐήμερος]].
}}
}}