3,277,206
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγνωμονέω''': [[εἰμὶ]] [[ἀγνώμων]], ἐνεργῶ [[ἄνευ]] τῆς προσηκούσης καλῆς διαθέσεως, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7. 33· ἀγν. εἰς ἢ [[πρός]] τινα, φέρομαι κακῶς ἢ ἀδίκως [[πρός]] τινα, Δημ. 257. 14, (κατὰ πρκμ.) 309. 25, Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὤν ἀγνωμόνει, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 521· ἀγν. [[περί]] τινα, [[περί]] τι, Πλουτ. Κάμ. 28, Ἀλκιβ. 19. ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις κακῶς ἢ ἀδίκως καὶ ἀπρεπῶς, ὁ αὐτ. 2. 484Α· ἀγνωμονηθείς, ὁ αὐτ. Κάμ. 18. κτλ. | |lstext='''ἀγνωμονέω''': [[εἰμὶ]] [[ἀγνώμων]], ἐνεργῶ [[ἄνευ]] τῆς προσηκούσης καλῆς διαθέσεως, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7. 33· ἀγν. εἰς ἢ [[πρός]] τινα, φέρομαι κακῶς ἢ ἀδίκως [[πρός]] τινα, Δημ. 257. 14, (κατὰ πρκμ.) 309. 25, Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὤν ἀγνωμόνει, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 521· ἀγν. [[περί]] τινα, [[περί]] τι, Πλουτ. Κάμ. 28, Ἀλκιβ. 19. ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις κακῶς ἢ ἀδίκως καὶ ἀπρεπῶς, ὁ αὐτ. 2. 484Α· ἀγνωμονηθείς, ὁ αὐτ. Κάμ. 18. κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire preuve d’ignorance, d’inadvertance, d’ingratitude;<br /><b>2</b> agir sans réflexion, sans ménagement, avec violence;<br /><b>3</b> agir avec mauvaise foi : [[περί]] [[τι]] en vue de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγνώμων]]. | |||
}} | }} |