κατοδύρομαι: Difference between revisions

20
(6_5)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατοδύρομαι''': ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.
|lstext='''κατοδύρομαι''': ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατοδύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] [[πάρα]] πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθικετεύω]] [[εκλιπαρώ]], [[θερμοπαρακαλώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδύρομαι]] «[[θρηνώ]]»].
}}
}}