3,258,354
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλογίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξελέγχω]], «λογισταὶ... οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων [[ἐκλογίζομαι]]... [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ. ἐν λέξει λογισταὶ (Ἀριστ. Ἀποσπ. 406)· [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, τὸ [[ἀργύριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 104. 2) [[διαλογίζομαι]], σκέπτομαί τι, [[ταῦτα]] δὴ ἐκλογιζόμενος, ἐποίησε τάδε Ἡρόδ. 3. 1, Εὐρ. Ι. Α. 1410, Θουκ. 4. 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 2. 40, Ἀνδοκ. 8. 27· ἐκλ. πρὸς οἵους... ὁ ἀγὼν ἔσται Θουκ. 1. 70· ἐκλ. ὅτι... Δημ. 555. 8· ― ὁ ἀόρ. ἐκλογισθῆναι ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Πλουτ. Ποπλικ. 15. 3) [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ὅταν]] γὰρ ἔλθῃ [[πόλεμος]] ἐς ψῆφον πόλεως, οὐδεὶς ἔθ’ [[αὐτοῦ]] θάνατον ἐκλογίζεται Εὐρ. Ἱκ. 482. 4) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπαριθμῶ, [[ἐκτίθημι]], ἐκλογιζόμενος διὰ πλειόνων τὴν ἐσομένην ὁρμὴν καὶ μετάπτωσιν κτλ. Πολύβ. 3. 99, 3., 10. 9, 3. ΙΙ. = [[ἐκλογέομαι]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 43. | |lstext='''ἐκλογίζομαι''': ἀποθ., [[ἐξελέγχω]], «λογισταὶ... οἳ τὰς εὐθύνας τῶν διῳκημένων [[ἐκλογίζομαι]]... [[ὅταν]] τὰς ἀρχὰς ἀποθῶνται οἱ ἄρχοντες» Ἁρποκρ. ἐν λέξει λογισταὶ (Ἀριστ. Ἀποσπ. 406)· [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, τὸ [[ἀργύριον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 104. 2) [[διαλογίζομαι]], σκέπτομαί τι, [[ταῦτα]] δὴ ἐκλογιζόμενος, ἐποίησε τάδε Ἡρόδ. 3. 1, Εὐρ. Ι. Α. 1410, Θουκ. 4. 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 2. 40, Ἀνδοκ. 8. 27· ἐκλ. πρὸς οἵους... ὁ ἀγὼν ἔσται Θουκ. 1. 70· ἐκλ. ὅτι... Δημ. 555. 8· ― ὁ ἀόρ. ἐκλογισθῆναι ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Πλουτ. Ποπλικ. 15. 3) [[λογαριάζω]], [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ὅταν]] γὰρ ἔλθῃ [[πόλεμος]] ἐς ψῆφον πόλεως, οὐδεὶς ἔθ’ [[αὐτοῦ]] θάνατον ἐκλογίζεται Εὐρ. Ἱκ. 482. 4) διηγοῦμαι λεπτομερῶς, ἀπαριθμῶ, [[ἐκτίθημι]], ἐκλογιζόμενος διὰ πλειόνων τὴν ἐσομένην ὁρμὴν καὶ μετάπτωσιν κτλ. Πολύβ. 3. 99, 3., 10. 9, 3. ΙΙ. = [[ἐκλογέομαι]], Ἀππ. Ἐμφ. 3. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐκλογιοῦμαι, <i>ao.</i> ἐξελογισάμην, <i>ao. au sens Pass.</i> ἐξελογίσθην;<br />calculer, compter, mettre en ligne de compte, tenir compte de, acc. ; <i>en gén.</i> apprécier, considérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λογίζομαι]]. | |||
}} | }} |