3,273,401
edits
(6_9) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινωνία''': ἡ, ([[κοινωνέω]]) [[ἕνωσις]], [[συμμετοχή]], συγκοινωνία, [[ἐπιμιξία]], [[ὁμιλία]] ([[συναναστροφή]]), κτλ., μαλθακαὶ κ. Πινδ. Π. 1. 189· [[οὔτε]] [[φιλία]] ἰδιώταις, [[οὔτε]] κ. πόλεσιν Θουκ. 3. 10· ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., [[φιλία]] οὐκ ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 861Ε, πρβλ. Συμπ. 182C· ἡ περὶ... ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. [[αὐτόθι]] 188C, πρβλ. Πολιτ. 283D· ἐν διαλύσει τῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343D· ἡ ἀνθρωπίνη κ., ὡς καὶ νῦν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 276Β· ἡ κ. ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1, 1· αὕτη ἡ κ., ἐπὶ τοῦ γάμου, [[αὐτόθι]] 7. 16, 6· [[πόλις]] ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. [[αὐτόθι]] 3. 9· 14, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., συγκοινωνία μέ..., λυγραὶ... τῶν ὅπλων κ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1377· [[κοινότης]], [[μετοχή]], γάμων Πλάτ. Νόμ. 721Α· γυναικῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Ε· ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. ξυνδεῖ [[αὐτόθι]] 462Β· τῶν πόνων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Ε· ― [[ἐντεῦθεν]] κ. τινός τινι ἢ κ. τίνος καί τινος, ὡς, τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; τίνα σχέσιν οἱ βοσκοὶ μὲ τὴν θάλασσαν; Εὐρ. Ι. Τ. 254· τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; δηλ. τίνα σχέσιν ἔχουσι τὰ καλλωπιστικὰ μέσα τῶν γυναικῶν πρὸς τὰ ὅπλα τῶν ἀνδρῶν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 140· [[λύπη]] μανίας κοινωνίαν ἔχει τινὰ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 45· κ. βοηθείας καὶ φιλίας Δημ. 118. 14. ΙΙ. σαρκικὴ [[συνουσία]], Εὐρ. Βάκχ. 1277· ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσιν Πλάτ. Πολ. 466C· γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 3. ΙΙΙ. κοινὸν [[δῶρον]], [[ἐλεημοσύνη]], [[συνεισφορά]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 26, π. Ἑβρ. ιγ΄, 16. | |lstext='''κοινωνία''': ἡ, ([[κοινωνέω]]) [[ἕνωσις]], [[συμμετοχή]], συγκοινωνία, [[ἐπιμιξία]], [[ὁμιλία]] ([[συναναστροφή]]), κτλ., μαλθακαὶ κ. Πινδ. Π. 1. 189· [[οὔτε]] [[φιλία]] ἰδιώταις, [[οὔτε]] κ. πόλεσιν Θουκ. 3. 10· ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κ., [[φιλία]] οὐκ ἂν εἴη Πλάτ. Γοργ. 507Ε· ἐν ταῖς κ. τε καὶ ὁμιλίαις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 861Ε, πρβλ. Συμπ. 182C· ἡ περὶ... ἀνθρώπους πρὸς ἀλλήλους κ. [[αὐτόθι]] 188C, πρβλ. Πολιτ. 283D· ἐν διαλύσει τῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343D· ἡ ἀνθρωπίνη κ., ὡς καὶ νῦν, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 276Β· ἡ κ. ἡ πολιτικὴ Ἀριστ. Πολιτ. 1. 1, 1· αὕτη ἡ κ., ἐπὶ τοῦ γάμου, [[αὐτόθι]] 7. 16, 6· [[πόλις]] ἡ γενῶν καὶ κωμῶν κ. [[αὐτόθι]] 3. 9· 14, κτλ. 2) [[μετὰ]] γεν. τοῦ ἀντικειμ., συγκοινωνία μέ..., λυγραὶ... τῶν ὅπλων κ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1377· [[κοινότης]], [[μετοχή]], γάμων Πλάτ. Νόμ. 721Α· γυναικῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Ε· ἡ ἡδονῆς τε καὶ λύπης κ. ξυνδεῖ [[αὐτόθι]] 462Β· τῶν πόνων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 87Ε· ― [[ἐντεῦθεν]] κ. τινός τινι ἢ κ. τίνος καί τινος, ὡς, τίς θαλάσσης βουκόλοις κ.; τίνα σχέσιν οἱ βοσκοὶ μὲ τὴν θάλασσαν; Εὐρ. Ι. Τ. 254· τίς δαὶ κατόπτρου καὶ ξίφους κ.; δηλ. τίνα σχέσιν ἔχουσι τὰ καλλωπιστικὰ μέσα τῶν γυναικῶν πρὸς τὰ ὅπλα τῶν ἀνδρῶν; Ἀριστοφ. Θεσμ. 140· [[λύπη]] μανίας κοινωνίαν ἔχει τινὰ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 45· κ. βοηθείας καὶ φιλίας Δημ. 118. 14. ΙΙ. σαρκικὴ [[συνουσία]], Εὐρ. Βάκχ. 1277· ἡ τῶν γυναικῶν κ. τοῖς ἀνδράσιν Πλάτ. Πολ. 466C· γυναικὸς λαμβάνειν κοινωνίαν Ἄμφις ἐν «Ἰαλέμῳ» 1. 3. ΙΙΙ. κοινὸν [[δῶρον]], [[ἐλεημοσύνη]], [[συνεισφορά]], Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 26, π. Ἑβρ. ιγ΄, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />échange de relations, communication, commerce.<br />'''Étymologie:''' [[κοινωνός]]. | |||
}} | }} |