συμμιγής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμῐγής''': -ές, μεμιγμένος [[ὁμοῦ]], συμμεμιγμένος, [[σύμμικτος]], τὰ πάνθ’ [[ὁμοῦ]] ἑκατὸν προσῆγε συμμιγῆ βοσκήματα Σοφ. Τρ. 762˙ ἔνθ’ αἱματηρὸς [[πέλανος]] ἐς γαῖαν [[Σκύθης]] ἠντλεῖτο λόγχῃ, Θρῄξ τε συμμιγὴς [[φόνος]] Εὐρ. Ρῆσ. 431˙ τεύχη τε τυρῶν συμμιγῆ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 226˙ συμμιγῆ βοὴν πτεροῖς κρέκοντες Ἀριστοφ. Ὄρν. 771˙ ἠχὴ [[ἄκριτος]] καὶ σ. Πλουτ. Τιμολ. 27˙ ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ, ἐν συμμίκτῳ σκιᾷ σχηματιζομένῃ ὑπὸ δένδρων φυομένων πλησίον [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 20˙ ἐπὶ ὕδατος, σ. καὶ θολερὸς ὁ αὐτ. 2. 725Ε. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἀνάμικτος]] μετά τινος, μελίσσης νάμασιν... συμμιγῆ μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον, [[γάλα]] ἀναμεμιγμένον [[μετὰ]] μέλιτος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 7 πόνοι... νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 741, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 464˙ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά, κοινὰ εἰς ἀμφοτέρους, Σοφ. Ο. Τ. 1281.
|lstext='''συμμῐγής''': -ές, μεμιγμένος [[ὁμοῦ]], συμμεμιγμένος, [[σύμμικτος]], τὰ πάνθ’ [[ὁμοῦ]] ἑκατὸν προσῆγε συμμιγῆ βοσκήματα Σοφ. Τρ. 762˙ ἔνθ’ αἱματηρὸς [[πέλανος]] ἐς γαῖαν [[Σκύθης]] ἠντλεῖτο λόγχῃ, Θρῄξ τε συμμιγὴς [[φόνος]] Εὐρ. Ρῆσ. 431˙ τεύχη τε τυρῶν συμμιγῆ ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 226˙ συμμιγῆ βοὴν πτεροῖς κρέκοντες Ἀριστοφ. Ὄρν. 771˙ ἠχὴ [[ἄκριτος]] καὶ σ. Πλουτ. Τιμολ. 27˙ ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ, ἐν συμμίκτῳ σκιᾷ σχηματιζομένῃ ὑπὸ δένδρων φυομένων πλησίον [[ἀλλήλων]], Πλάτ. Φαῖδρ. 239C, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 20˙ ἐπὶ ὕδατος, σ. καὶ θολερὸς ὁ αὐτ. 2. 725Ε. 2) [[μετὰ]] δοτ., [[ἀνάμικτος]] μετά τινος, μελίσσης νάμασιν... συμμιγῆ μηκάδων αἰγῶν ἀπόρρουν θρόμβον, [[γάλα]] ἀναμεμιγμένον [[μετὰ]] μέλιτος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 7 πόνοι... νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 741, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 464˙ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά, κοινὰ εἰς ἀμφοτέρους, Σοφ. Ο. Τ. 1281.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> mêlé avec, <i>càd</i> qui s’ajoute à, τινι;<br /><b>2</b> commun;<br /><b>3</b> confus ; épais, profond <i>en parl. d’ombre</i> ; trouble <i>en parl. d’eau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[συμμίγνυμι]].
}}
}}