3,274,916
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτέμνω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἐκτάμνω]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): μελλ. -τεμῶ: σπάνιός τις γ΄ μέλλ. ἐκτετμήσεσθον Πλάτ. Πολ. 564C. Ἀποκόπτω, μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε [[μηρία]] ἐν τέλ.) Ἰλ. Α. 460, κτλ.· μηροῦ δ’ ἔκταμ’ ὀϊστόν, «τεμὼν δ’ ἔξελε τοῦ μηροῦ τὸν ὀϊστὸν» (Θ. Γαζῆς) Λ. 829, πρβλ. 515· ἐκτ. γλῶσσαν Ἡρόδ. 9. 112· ἐκτ. τὸν λάρυγγά τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 575· ἐπὶ ἰατροῦ, [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] νοσηρόν, Πλάτ. Πολ. 564C. 2) [[κόπτω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ τῶν δένδρων δάσους, Ἰλ. Μ. 149, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1196· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ξύλων πρὸς κατασκευὴν [[νηός]], [[ἐκκόπτω]], ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Ἐπ. ἀντὶ -τέμνῃ) Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Δ. 486· ἐκτ. τὰ πρέμνα Λυσ. 110. 6. 3) ἐκτ. ἶνας, καὶ [[ἑπομένως]] ὡς τὸ Λατ. nervos incidere, [[ἐκνευρίζω]], χαυνῶ, Πινδ. Ι. 8 (7). 113· ἐκτ. [[ὥσπερ]] [[νεῦρα]] ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411Β· [[ῥόδον]] ἐκτ. ῥίζης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 570. 4· μεταφ., ἐλπίδας ἐξέταμες Ἀνθ. Π. παράρτ. 306. ΙΙ. [[εὐνουχίζω]], τοὺς παῖδας Ἡρόδ. 6. 32., 8. 105· ὄρχεις ἐκτέμνειν, ὀρχοτομεῖν, Σοφ. Ἀποσπ. 549· οἱ ἐκτετμημένοι, οἱ εὐνοῦχοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9· καὶ τὰ [[θήλεα]] ἐκτέμνειν, [[εἶδος]] ἐγχειρήσεως εἰς τὰ αἰδοῖα, ἥτις καὶ νῦν ἔτι ἐκτελεῖται ἐν Αἰγύπτῳ, Στράβ. 824, πρβλ. [[ἐκτομίας]]. ΙΙΙ. διαιρῶ, γῆν ἐκτ., διαιρεῖν τὴν γῆν εἰς ζώνας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = κείρειν γῆν Διον. Ἁλ. 9. 57. IV. ἐκτέμνεσθαι φιλανθρωπίᾳ, ἀπατᾶσθαι [[ἕνεκα]] φιλανθρωπίας, Πολύβ. 31. 6. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. | |lstext='''ἐκτέμνω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἐκτάμνω]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): μελλ. -τεμῶ: σπάνιός τις γ΄ μέλλ. ἐκτετμήσεσθον Πλάτ. Πολ. 564C. Ἀποκόπτω, μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε [[μηρία]] ἐν τέλ.) Ἰλ. Α. 460, κτλ.· μηροῦ δ’ ἔκταμ’ ὀϊστόν, «τεμὼν δ’ ἔξελε τοῦ μηροῦ τὸν ὀϊστὸν» (Θ. Γαζῆς) Λ. 829, πρβλ. 515· ἐκτ. γλῶσσαν Ἡρόδ. 9. 112· ἐκτ. τὸν λάρυγγά τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 575· ἐπὶ ἰατροῦ, [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] νοσηρόν, Πλάτ. Πολ. 564C. 2) [[κόπτω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ τῶν δένδρων δάσους, Ἰλ. Μ. 149, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1196· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ξύλων πρὸς κατασκευὴν [[νηός]], [[ἐκκόπτω]], ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Ἐπ. ἀντὶ -τέμνῃ) Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Δ. 486· ἐκτ. τὰ πρέμνα Λυσ. 110. 6. 3) ἐκτ. ἶνας, καὶ [[ἑπομένως]] ὡς τὸ Λατ. nervos incidere, [[ἐκνευρίζω]], χαυνῶ, Πινδ. Ι. 8 (7). 113· ἐκτ. [[ὥσπερ]] [[νεῦρα]] ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411Β· [[ῥόδον]] ἐκτ. ῥίζης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 570. 4· μεταφ., ἐλπίδας ἐξέταμες Ἀνθ. Π. παράρτ. 306. ΙΙ. [[εὐνουχίζω]], τοὺς παῖδας Ἡρόδ. 6. 32., 8. 105· ὄρχεις ἐκτέμνειν, ὀρχοτομεῖν, Σοφ. Ἀποσπ. 549· οἱ ἐκτετμημένοι, οἱ εὐνοῦχοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9· καὶ τὰ [[θήλεα]] ἐκτέμνειν, [[εἶδος]] ἐγχειρήσεως εἰς τὰ αἰδοῖα, ἥτις καὶ νῦν ἔτι ἐκτελεῖται ἐν Αἰγύπτῳ, Στράβ. 824, πρβλ. [[ἐκτομίας]]. ΙΙΙ. διαιρῶ, γῆν ἐκτ., διαιρεῖν τὴν γῆν εἰς ζώνας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = κείρειν γῆν Διον. Ἁλ. 9. 57. IV. ἐκτέμνεσθαι φιλανθρωπίᾳ, ἀπατᾶσθαι [[ἕνεκα]] φιλανθρωπίας, Πολύβ. 31. 6. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> extraire par incision : ὀϊστὸν μηροῦ IL un trait de la cuisse;<br /><b>2</b> retrancher en coupant, couper, amputer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τέμνω]]. | |||
}} | }} |