δρακονθόμιλος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος [[μετὰ]] δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
|lstext='''δρᾰκονθόμῑλος''': -ον, ἀναστρεφόμενος [[μετὰ]] δρακόντων, ἐκ δρακόντων ἔχων τὸ γένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 267.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les dragons.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}