πανδάκρυτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πανδάκρῡτος''': -ον, [[πλήρης]] δακρύων, ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 50. ΙΙ. [[πανόδυρτος]], δυστυχέστατος, γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 654˙ βιοτὴ Σοφ. Φιλ. 690˙ ἐφαμέρων ἔθνη Εὐρ. Ὀρ. 977.
|lstext='''πανδάκρῡτος''': -ον, [[πλήρης]] δακρύων, ὀδύρματα Σοφ. Τρ. 50. ΙΙ. [[πανόδυρτος]], δυστυχέστατος, γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 654˙ βιοτὴ Σοφ. Φιλ. 690˙ ἐφαμέρων ἔθνη Εὐρ. Ὀρ. 977.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pleuré de tous <i>ou</i> tout à fait déplorable;<br /><b>2</b> plein de larmes, douloureux.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δακρύω]].
}}
}}